Σκόρπιες λέξεις για τον Πόντο.


Έκλαψα για τον Πόντο, χύνοντας δάκρυα από αίμα. Αντί για χαρά ποτιστήκαμε με λύπη και αντί για ευημερία βυθιστήκαμε στην φτώχεια. Μάθαμε όλοι πώς άνθρωποι πέθαιναν από αρρώστιες, και από τον βασανισμό της πορείας. Ποιον να φωνάξεις να σε λυπηθεί, όταν δεν υπάρχει κανείς; Ποιος να σε ακούσει, όταν ο καθένας φορτωμένος τις σκέψεις του και τα όνειρο του, περπατά βουβός στις πορείες του θανάτου; Αλίμονο σε εκείνους που χάθηκαν. Αλίμονο σε εκείνους που άφησαν τα όνειρα τους εκεί, στα χώματα του Πόντου.

Στα χώματα του Πόντου μάνα, έριξα τα τελευταία δάκρυα της καρδιάς μου. Στέγνωσαν τα σωθικά μου από τον πόνο. Είδα τα κάστρα του Πόντου να υποχωρούν να γκρεμίζονται.
Από τα νερά του Βόσπορου θα πιω να δροσιστώ. Τα δάκρυα της καρδιάς μου Μάνα, ακόμη και τώρα πέφτουν, αλλά όχι μάταια.

Ο παλιός κόσμος χάθηκε, γονάτισε και έσβησε στον δρόμο των δακρύων, στον δρόμο της εξόδου από τον Πόντο.

Πολύς ο καιρός στις σκιές, σκοτεινά τα τελευταία τους όνειρα. Τα λουλούδια φυτρώνουν ακόμα στα βουνά του πόντου για εκείνους.

Αλίμονο σε εκείνους Μάνα, που έλαχαν οι ζοφερές εκείνες ημέρες. Οι νέοι πεθαίναν και οι γέροι έμειναν πίσω να μαραζώνουν.

Πολλοί έζησαν για να δουν τις τελευταίες ημέρες της φυλής μας. Αλίμονο ,Μάνα, η σκοτεινιά βασίλευε στις καρδιές όλων μας, εκείνες τις κρύες μέρες του 22.. Οι πατεράδες έθαψαν τα παιδιά τους, τα βουνά ράγισαν από τον πόνο και το κλάμα των μανάδων.

Και τώρα εμείς αναζητούμε τον δρόμο για τις αίθουσες των προγόνων μας. Κοίτα μάνα τα παιδιά σου χορεύουν ακόμα, το χορό της λεβεντιάς και της παλικαριάς, στα χώματα που ρίζωσαν. Ποτέ δεν ξέχασαν Μάνα εκείνους που κράτησαν τους δεσμούς του οίκου μας. Αυτό δεν είναι το τέλος Μάνα, είναι η αρχή....

Θραύσματα μνήμης, απόηχοι μιας γης που δέχθηκε τα βήματα των ξεριζωμένων. Μια γη πους τους είδε να ριζώνουν, να τραγουδάνε τους καημούς τους. Μια γη που έζησε την αναμονή τους, την πίστη τους, τα όνειρα τους, και έκλαψε σιωπηλά μαζί τους για τις χαμένες προσδοκίες τους.


Έξω από το παράθυρό μου βλέπω τις συκιές ολάνθιστες στα βουνά της Τραπεζούντας. Ο Βόσπορος λαμπυρίζει σαν τις φολίδες ενός κοιμισμένου δράκοντα. Όπως κατάλαβες, το ήσυχο καλοκαιράκι μάς έφερε μεγάλη, αν και όχι ευχάριστη, αναστάτωση. Οι δρόμοι της ζωής μας (...) παίρνουν περίεργες και αναπάντεχες στροφές και συναντιούνται μεταξύ τους σε ανύποπτα σταυροδρόμια. Ίσως οι Aνατολίτες να έχουν δίκιο όταν λένε, όταν δεν παύουν μάλλον να λένε, ότι είμαστε όλοι έρμαια της μοίρας μας, του πεπρωμένου που γράφτηκε στο μέτωπό μας πριν ακόμα γεννηθούμε".

Οι πατρίδες που αφήσαμε δεν χάνονται ποτέ, δε λησμονιούνται, δεν πεθαίνουν έχουν τις ρίζες τους βαθιά χωμένες στην ψυχή και στο νου μας, τ’ αμπέλια που ριζώνουν στην άνυδρη γη και δίνουν τους καρπούς τους. Δύο κληματόβεργες λοιπόν το μόνο βίος των περήφανων Ελλήνων του \Πόντου, που κυνηγημένοι εγκαταλείπουν την πατρική γη και παίρνουν τον δρόμο της προσφυγιάς. Δύο κληματόβεργες ακριβή κληρονομιά, έγνοια για κάθε τους ταξίδι και φρέσκο ξεκίνημα για κάθε καινούργιο τόπο. Κάτι πολύτιμο να τους δένει με ο,τι αγαπούν.


Ένα ταξίδι στον Πόντο έχει ιδιαίτερη σημασία, όχι μόνο για εκείνους που έλκουν την καταγωγή τους από αυτή την περιοχή, αλλά και για όλους τους Έλληνες, αν σκεφθεί κανείς ότι η περιοχή αυτή ήταν ήδη γνωστή στους αρχαίους προγόνους μας. Η μυθολογική παράδοση θέλει τον Φρίξο πρώτο έποικο της γης του Πόντου, ενώ στα μέρη αυτά διαδραματίζονται εν μέρει οι γνωστοί σε όλους μύθοι που σχετίζονται με τον Ιάσωνα και τους Αργοναύτες, την Ιφιγένεια, τον Ορέστη, κ.ά. Με βασικό κίνητρο την αναζήτηση προϊόντων αλιείας, δημητριακών και μεταλλευμάτων, καθώς και τον έλεγχο των δρόμων που οδηγούσαν από τα παράλια στο εσωτερικό της Μικρασίας, δημιουργούνται οι πρώτες εγκαταστάσεις Ελλήνων στις ακτές του Πόντου. Πρώτη η Ηράκλεια, αποικία των Μεγαρέων, κι έπειτα η Σινώπη, αποικία των Ιώνων της Μιλήτου. Ακολουθούν τα Κοτύωρα, η Κερασούντα και η Τραπεζούντα από τους Σινωπείς. Ο εποικισμός συνεχίζεται, ώστε το 562 π.Χ. να υπάρχουν πλέον περισσότερες από 75 ελληνικές πόλεις στην περιοχή του Πόντου. Με την εργατικότητα, την εφευρετικότητα και τη δημιουργικότητά τους, οι Έλληνες μετέτρεψαν τον Πόντο σε Γη της Επαγγελίας! Έζησαν, από τα αρχαία χρόνια μέχρι το 1922, σε μία πολύ μεγάλη περιοχή που εκτεινόταν σχεδόν σε όλα τα νότια παράλια του Εύξεινου Πόντου, επάνω στα βουνά που αναπτύσσονται παράλληλα με αυτές, αλλά και πίσω από αυτά.

“Η Τραπεζούντα- πρωτεύουσα ιστορική των Κομνηνών- γεμάτη εκκλησίες, κάστρα βυζαντινά, τζαμιά κι ορθοδοξία, που από τη μια μεριά της σκαρφαλώνει στο λόφο του “Ποζ Τεπέ” κι απ΄την άλλη δροσολογιέται ανέμελα στη θάλασσα του Ευξείνου, που πότε χαϊδεύει τις αμμουδιές της καταγάλανη, και πότε ανασηκώνεται θυμωμένη, σε κύματα θεόρατα, που σπάζουν και βροντολογούν στα βράχια του γιαλού της. Σπίτια, μεκρά, μεγάλα, που οι αυλές τους- πλακόστρωτες αλλού κι αλλού με καρφωμένα βοτσαλάκια- λαμποκοπάνε από πάστρα κι οι κήποι τους ολούθε είναι πνιγμένοι στο λουλούδι, στις συκιές, η τις ροδιές, η τις μανόλιες. Να το μεϊτάνι με τα μεγάλα καφενεία, όπου σεβάσμιοι Τούρκοι τραβούν μακάριοι τους ναργιλέδες, κι οι δρόμοι με τα μαγαζιά, τα σεκερτζίδικα με τα πολύχρωμα ζαχαρωτά, τα χαλαβατζίδικα με τους πελώριους άσπρους χαλβάδες, τις λεμονάδες, τα σερμπέτια και πέρα τα κεμπαπτζίδικα με τα ντονέρ κεμπάπια, όπου ο κεμπαπτζής ξεσπά μερακλωμένος σε κραυγές>
-Βάϊ, βάϊ, βάϊ!...”.
Συγκινημένη η θύμιση παίρνει τους δρόμους και περπατάει στην Τραπεζούντα. Ρωμαϊκές γειτονιές, τούρκικοι μαχαλάδες, τζαμιά και μιναρέδες που λογχίζουν τον αέρα, αλλά και εκκλησιές. Πόσες εκκλησιές! Περιοχές ολόκληρες της πόλης, όλο ελληνισμός, χωρίς κανένα Τούρκο. “Βραδιάζει. Και να που εκεί ψηλά στο μιναρέ πρόβαλλε ο μολλάς, που με το ένα χέρι στο αυτί διαλαλά στα πέρατα του κόσμου, ότι ένας είναι ο Αλλάχ και προφήτης του ο Μωάμεθ. Αλλαααααχ, μπιρ Αλλάαααχ!... Αλλά η απάντηση έρχεται από πλήθος καμπαναριά που χαλούν τον κόσμο με τις γλυκόλαλες καμπάνες, απ όπου δοξολογιέται ο αληθινός Θεός των Χριστιανών και προσκαλούνται οι πιστοί στις εκκλησίες όπου οδεύουν ολόκληρος λαός, με πίστη και κατάνυξη, Κυριακές, γιορτές, εωθινά, εσπερινούς, Χριστούγεννα και Πάσχα”.
Φίλες και φίλοι ! Ήταν ένα μικρό απόσπασμα από το βιβλίο του συγγραφέα Δ.Ψαθά με τίτλο “Γη των Ποντίων”. Πόντιος ο ίδιος μάζεψε τις αναμνήσεις του και χωρίς αντιτουρκικό χαρακτήρα μας έδωσε εικόνες από την Τραπεζούντα. Την Τραπεζούντα, που όπως είπαμε και πριν, εδώ κατέβηκαν απ τα ψηλά βουνά οι θρυλικοί μύριοι του Ξενοφώντα και όταν αντίκρισαν το γαλάζιο πέλαγος φώναξαν το γνωστό. -Θάλαττα! Θάλαττα! Η Τραπεζούντα λοιπόν έχει ιστορία αιώνων, ιστορία ελληνική. Το μαρτυρούν αρχαίοι συγγραφείς, αρχαία τείχη και κάστρα, τάφοι αυτοκρατόρων, εκκλησιές και προ πάντων ο λαός που έζησε στ άγια τούτα χώματα.

"Κάθε λαός έχει δικαίωμα να απαιτεί με επιμονή την επίσημη αναγνώριση από τις αρμόδιες αρχές των εγκλημάτων και αδικιών που διαπράχτηκαν σε βάρος του. ‘Όσο μεγαλύτερη είναι η αδικία, όσο περισσότερο χρόνο αποκρύφτηκαν τα γεγονότα, τόσο πιο έντονη είναι η επιθυμία για μια τέτοια αναγνώριση. Αναγνώριση που είναι ένας ουσιαστικός τρόπος πάλης ενάντια στη μάστιγα της γενοκτονίας, αναγνώριση που αποτελεί μία επιβεβαίωση του δικαιώματος ενός λαού να γίνει σεβαστή η ύπαρξή του σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο".