Πώς λέγεστε;
Φωτεινή Γρηγοριάδου.
Πότε γεννηθήκατε;
Το 1906. Από πού κατάγεστε; Από το χωριό Σενέτσμενι της επαρχίας Αντρές του Πόντου. Σε τι ηλικία φύγατε από τον τόπο σας; Όταν ήρθα στην Ελλάδα ήμουν 15 χρόνων. Τι συνέβη και φύγατε από τον Πόντο; Γιατί φύγαμε; Αχ αγόρι μου! Τα σιτάρια μας ο τουρκικός στρατός τα ρήμαξε. Χτύπησαν τη μάνα μου. Εγώ και ο αδερφός μου ο Σάββας ήμασταν μωρά παιδιά (τον περνούσα δύο χρόνια). Είχαμε κατσίκια. Η μάνα μου πήγε, άρμεξε τα κατσίκια και ήρθε. Οι Τούρκοι πήραν τα τσουβάλια με τα σιτάρια μας, που είχαμε μέσα στο σπίτι, και τα έβγαλαν έξω. Η μάνα μου μόλις ήρθε γνώρισε τα τσουβάλια. Λέει: «Αυτά τα τσουβάλια είναι δικά μου». Οι Τούρκοι λένε στη μάνα μου: «Εσύ δε θέλεις ν’ αγοράσεις σιτάρια;» Η μάνα μου βλέπει τα τσουβάλια και τους λέει: «Ανάθεμά σας, τα δικά μου τα σιτάρια σ’ εμένα θα τα πουλήσετε;» Εσύ είσαι που λες έτσι; Την πιάνουν και … ξύλο, ξύλο τη μάνα μου. Εγώ και ο αδερφός μου πάνω στη σκεπή του σπιτιού – τα σπίτια τότε ήταν χωμάτινα – κλαίγαμε και χτυπιόμασταν. Ένας γέρος ήταν στη γειτονιά μας και λέει: «Αυτά τα παιδιά γιατί κλαίνε; Ας πάω να δω». Ήρθε και είδε τη μάνα μου να τη χτυπούν οι Τούρκοι. Πάει πιάνει τον αξιωματικό τους και του λέει: «Δε ντρέπονται και χτυπάνε τη γυναίκα;» Ο πατέρας μου τότε ήταν στρατιώτης στον τούρκικο στρατό. Μόλις τ’ άκουσε αυτά που έγιναν – έφτασαν στ’ αυτιά του από στόμα σε στόμα – το ‘σκασε απ’ το στρατό και πήγε στην Κωνσταντινούπολη. Τι ηλικία είχατε, όταν έγιναν όλ’ αυτά; Ήμουν 6 – 7 χρόνων. Ο πατέρας σας δε γύρισε πίσω να σας βρει;Όχι, δε γύρισε πίσω. Εμείς πήγαμε στο Γουζούχ κι εκεί ήρθε και μας βρήκε.Μετά από το περιστατικό, που οι Τούρκοι έδειραν τη μητέρα σας, τι κάνατε; Την κλειδώσανε μέσα στο σπίτι. Ήρθε ο αξιωματικός και έστειλε εξορία αυτόν που χτύπησε τη μάνα μου. «Εσύ έτσι θα μας λερώσεις;» είπε. «Εμ κλέβεις το σιτάρι της, εμ τη χτυπάς τη γυναίκα;» Μετά απ’ αυτό το περιστατικό ήρθαν οι συγγενείς της μάνας μου και μας πήραν στο χωριό τους, το Γουζούχ. Εκεί μείναμε 2 – 3 χρόνια.Πώς φτάσατε εδώ στην Ελλάδα, στο Ριζό; Από το Γουζούχ ήρθε και μας πήρε ο μπαμπάς μου και μας πήγε στην Κωνσταντινούπολή. Κάτσαμε εκεί 6 χρόνια και από κει ήρθαμε εδώ. Έγινε ανταλλαγή και ήρθαμε με τα πλοία στην Αθήνα. Από κει στη Θεσσαλονίκη με το τρένο και από κει ήρθαμε στο Ριζό.Τα καράβια με τα οποία ήρθατε από την Κωνσταντινούπολη τι καράβια ήτανε; Ελληνικά. Ήρθατε πολλοί με τα καράβια; Πάρα πολλοί. Οι άλλοι συγγενείς σας απ’ τον Πόντο ήρθαν όλοι εδώ στο Ριζό ή πήγανε και σ’ άλλα μέρη; Πήγανε κι αλλού. Στα Σεβαστιανά, στην Έδεσσα, στις Σέρρες, στην Καλαμαριά και αλλού. Ο πατέρας μου έλεγε να πάμε στην Καλαμαριά αλλά ο θείος μου, ο Ηλίας Παπαδόπουλος, δεν τον άφησε. Πώς ήταν η ζωή στον Πόντο; Τι θυμάστε ή τι σας είχαν πει οι γονείς σας; Στο χωριό ζούσε ο Βασίλ – Αγάς. Ο Τούρκος Αγάς του χωριού του ζήτησε να του βρει μια Ελληνίδα γυναίκα για να «βγάλει τα μάτια του». Ο Βασίλ – Αγάς του λέει: «Ποια να σου βρω;» «Δεν ξέρω», λέει αυτός, «όποια θέλεις να μου βρεις». Πήγε λοιπόν και ντύθηκε ο ίδιος με γυναικεία ρούχα και τράβηξε για το σπίτι του Αγά. Τον σκότωσε, τον παράχωσε μέσα στο σπίτι του και σηκώθηκε έφυγε. Ανέβηκε στο βουνό κι εκεί πέρα καθάρισε κι άλλους Τούρκους. Ποιες ήταν οι σχέσεις σας με τους Τούρκους που ζούσαν στα μέρη σας; Στο χωριό μας δεν είχε καθόλου Τούρκους. Στα γύρω χωριά είχε. Τότε περνούσαμε καλά με τους Τούρκους. Δε μαλώναμε. Τα προβλήματα άρχισαν, όταν ήρθαν και ρήμαξαν τα χωράφια μας. Έγινε αυτό και σηκωθήκαμε και φύγαμε. Πώς ήταν η ζωή σας, όταν ήρθατε εδώ; Ποιες δυσκολίες αντιμετωπίσατε; Βέβαια ήταν δύσκολη. Δούλευε ο πατέρας μου και του έδιναν για πληρωμή ένα ντενεκέ σιτάρι. Μ’ εκείνο ζει κανείς; μόνο σιτάρι θα τρώγαμε; λάδι δε χρειαζόμασταν; Σαπούνι για να πλυθούμε δε χρειαζόμασταν; Όταν ήρθαμε, εδώ πέρα ζούσαν μερικοί ντόπιοι. Τι καλή γειτονιά είχανε! Μέχρι να φτιάξουμε τα χωράφια μας, μας βοηθούσαν οι γείτονες. Μας φέρθηκαν καλά. Μας έδωσαν Τούρκικα σπίτια. Αυτά τα σπίτια μείνανε άδεια, όταν έφυγαν οι Τούρκοι με την ανταλλαγή. Οι ντόπιοι μας το ‘καναν αυτό το καλό.Με ποιους άλλους ήρθατε εδώ; Ήρθαμε μόνοι μας. Όταν είχαμε έρθει, ήτανε ήδη εδώ πολλές οικογένειες Ποντίων, που ήρθαν από τη Μικρά Ασία. Μας έφερε εδώ πέρα ο θείος μου ο Ηλίας, ο πατέρας του Κώστα του Παπαδόπουλου, που ήταν και πρόεδρος του χωριού. Έδωσε και δουλειά στον πατέρα μου, τον έκανε αγροφύλακα. Σκέφτηκε: «Αυτός έχει τρία παιδιά να ταΐσει και δύο αυτοί πέντε. Με τι θα ζήσουνε». Ο πατέρας μου γύριζε τη νύχτα στα χωράφια με το άλογο. Τότε ο Παμπάνης και ο Τσαμίτας, που ήτανε ληστές, είχαν διανυκτερεύσει στην τοποθεσία «Αράπταλα». Εκεί έσφαζαν αρνιά και κάναν σούβλες. Ο πατέρας μου τους πλησίασε. Αυτοί πήραν τα όπλα και του φώναξαν: «Αλτ». Ο πατέρας μου τρόμαξε και πέθανε από συγκοπή. Αυτό έγινε το 1923.Πόσα αδέρφια ήσασταν; Ήμασταν 5 αδέρφια. Το ένα γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, το κορίτσι γεννήθηκε εδώ, κι εγώ ο αδερφός μου ο Σάββας και ο Κωνσταντίνος γεννηθήκαμε στον Πόντο. Ο Κωνσταντίνος πέθανε όταν ήταν 11 χρόνων, από κάποια αρρώστια, εδώ στο Ριζό. Το Στάθη τον πήρανε αντάρτη στο βουνό. Εκεί τον προδώσανε, τον πιάσανε οι παοτζίδες (συνεργάτες των Γερμανών) και τον σκότωσαν στη Θεσσαλονίκη. Τώρα έχω μονάχα μια αδερφή, τη Σωτήρα. Πότε σας έδωσαν χωράφια; Τι σπέρνατε; Χωράφια μας έδωσαν το 1923. Σπέρναμε σιτάρια, καλαμπόκια, κριθάρια, βαμβάκια. Κι αν δε δούλεψα στα βαμβάκια! Πώς ήταν το μέρος εδώ όταν είχατε έρθει; Όταν είχαμε έρθει, το μέρος ήταν άγριο. Δεν ήταν όπως είναι τώρα. Τώρα είναι ωραίο. Τότε σπίτια δεν υπήρχαν σ’ αυτό το μέρος (η περιοχή πίσω απ’ το ποτάμι), μόνο χωράφια. Εμάς μας είχανε δώσει οικόπεδο πίσω στα χωράφια. Εγώ έβαλα τα κλάματα και είπα: «Τι; Θα πάω εγώ αγροφύλακας στα Σεβαστιανά;» Λέει ο κουνιάδος μου: «Εγώ δε σε στέλνω προς τα εκεί. Εδώ δίπλα μου θα σ’ έχω». Κι έτσι χτίσαμε το σπίτι μας εδώ που βρίσκεται και το σημερινό μας σπίτι. Όταν ήρθατε εδώ, είχε καθόλου Τούρκους; Όταν ήρθαμε εμείς, είχανε φύγει οι Τούρκοι κι είχαν μείνει μόνο οι ντόπιοι. Εμείς όμως ήρθαμε λίγο αργά. Όταν είχε έρθει ο άντρας μου, ο Γιώργος ο Σελίδης, υπήρχαν μερικές οικογένειες Τούρκων. Οι ντόπιοι έσπερναν τα χωράφια των Τούρκων, αλώνιζαν, τα ετοίμαζαν όλα και έρχονταν αυτοί τα μάζευαν και τα έπαιρναν. Σ’ αυτούς δεν έδιναν τίποτα και φοβούνταν να μιλήσουν. (Οι οικογένειες των ντόπιων ήταν του Σιάρρη, του Ταρπάνη και του Φοδούλη). Τη χρονιά που ήρθε ο άντρας μου πάλι σπείρανε, αλώνισαν, τα ετοίμασαν όλα για να έρθει ο Τούρκος να τα πάρει. λέει ο άντρας μου στο Σιάρρη: «Έλα δω. Πήγαινε και φέρε 15 – 20 τσουβάλια και έλα γρήγορα». Γέμισαν τα τσουβάλια, τα φόρτωσαν στο κάρο και τα έφεραν στο σπίτι του άντρα μου. Ήρθε ο Τούρκος, τα βλέπει αυτά που αφήσανε και του φάνηκαν λίγα. «Ε, τι να κάνουμε; Αυτά ήτανε», του λέει. Τα μάζεψε και έφυγε. Ύστερα πήγαν στο σπίτι του άντρα μου, τα έβαλαν πάλι στο κάρο και τα πήγαν στο σπίτι του Σιάρρη. Κι έτσι έμεινε με τα σιτάρια ο άνθρωπος. Ο άντρας σας από πού ήρθε; Απ’ το Γουζούχ. Πότε τον γνωρίσατε; Πότε παντρευτήκατε; Παντρευτήκαμε το 1923, όταν ήμουνα 16 χρόνων. Ε, ήμουν πολύ όμορφη τότε. Πόσα παιδιά κάνατε; Έκανα 4 παιδιά. Μόνο το ένα ζει. Η μια κόρη μου πέθανε 5 χρόνων, ο ένας γιος μου 2,5 χρόνων και 9 μηνών το άλλο μου αγόρι. Ποιες σκέψεις κάνετε σήμερα για τον τόπο που γεννηθήκατε; Αχ, γιαβρί μου! Μέχρι εδώ είμαι (με χειρονομία δείχνει το λαιμό της). Τι να πήγαινα να τα ‘βλεπα εκείνα τα μέρη; Εξαιτίας των Τούρκων ήρθαμε στην Ελλάδα. Κάποτε ήθελα να πάω να δω την Κερασούντα και την Τραπεζούντα, αλλά δεν μπόρεσα. ΠΗΓΗ : ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟ ΡΙΖΟΥΧαραλαμπίδης Γιάννης (Ε΄ Τάξη)Παναούσης Άρης (ΣΤ΄ Τάξη)