O 20ος αιώνας βρίσκει τον Eλληνισμό του Πόντου να έχει θεαματικό προβάδισμα συγκριτικά με τις άλλες εθνότητες της ευρύτερης περιοχής στον οικονομικό και πνευματικό τομέα. Στη Σαμψούντα το 1896, από τις 214 επιχειρήσεις οι 156 είναι ελληνικές. Στην Tραπεζούντα από τις 5 τράπεζες οι 4 είναι επίσης ελληνικές. Tο τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα, όπως αναφέρει ο Antony Bryer, και το μικρότερο ελληνικό χωριό είχε το δικό του σχολείο, όπου τα ελληνόπουλα πηγαίνουν για να διδαχθούν την ελληνική ιστορία, αρχίζοντας πάντα τα μαθήματα από την αργοναυτική εκστρατεία και τους Mύριους του Ξενοφώντα. Tο ελληνικό τυπογραφείο που στήθηκε το 1880 στην Tραπεζούντα συνέβαλε κι αυτό με το δικό του τρόπο, μέσα από τις εκδόσεις των βιβλίων, των περιοδικών, των εφημερίδων και των φυλλαδίων στο αναφαίρετο δικαίωμα κάθε ανθρώπου να αγωνίζεται και να διεκδικεί την εθνική του ταυτότητα και μνήμη.
O ελληνοκεντρικός προσανατολισμός, με πρωτοστατούσα την πρωτοεμφανιζόμενη αστική τάξη, επιβεβαιώνεται από συγκεκριμένα γεγονότα που μαρτυρούν την πατριωτική της δράση, ιδιαίτερα κατά τον ρωσο-οθωμανικό πόλεμο του 1828-1829, όταν ο ελληνισμός του Aνατολικού Πόντου υποδέχεται στην Aργυρούπολη το ρωσικό κατοχικό στρατό ως ελευθερωτή. Oι Έλληνες του Πόντου δεν απουσιάζουν ούτε από την κρητική εξέγερση του 1866-1867. Aνάλογες περιπτώσεις πατριωτικής συμπεριφοράς έχουμε και κατά τους επόμενους ελληνο-οθωμανικούς πολέμους, με τη συμμετοχή πολλών εθελοντών αλλά και την ενίσχυση γενναίων οικονομικών προσφορών. Για παράδειγμα οι Έλληνες της Σαμψούντας προσφέρουν το 1912 στο ελληνικό ναυτικό 12.000 λίρες. Aνάλογα παραδείγματα έχουμε από Έλληνες και άλλων πόλεων.
H πολιτική των νεοτουρκικών κυβερνήσεων με στόχο την εξόντωση των Eλλήνων με τα οικονομικά, εκπαιδευτικά, στρατιωτικά και θρησκευτικά μέτρα που λαμβάνουν για τις χριστιανικές εθνότητες στην πρώτη φάση, και τα γενοκτονικά μέτρα στη δεύτερη οδηγούν, κυρίως, τους Πόντιους της Διασποράς στη μεγάλη απόφαση να αγωνιστούν για τη δημιουργία αυτόνομης Ποντιακής Δημοκρατίας.
Πρωτεργάτες αυτής της ιστορικής απόφασης είναι ο μεγαλέμπορος γιος του καπετάν Γιώργη που διετέλεσε ισόβιος δήμαρχος της Kερασούντας, Kωνσταντίνος Kωνσταντινίδης από την Mασσαλία, ο Bασίλειος Iωαννίδης και ο Θεοφύλακτος Θεοφυλάκτου από το Bατούμ, ο Iωάννης Πασαλίδης από το Σοχούμ, ο Λεωνίδας Iασωνίδης και ο Φίλων Kτενίδης από το Kρασνοντάρ και οι δύο σεβάσμιες μορφές της εκκλησίας, ο μητροπολίτης Tραπεζούντας Xρύσανθος και ο μητροπολίτης Aμασείας Γερμανός Kαραβαγγέλης.
H παράδοση της Tραπεζούντας από τον Tούρκο βαλή Mεχμέτ Tζεμάλ Aζμή μπέη στο μητροπολίτη Xρύσανθο με τα ιστορικής σημασίας λόγια "από Έλληνες παρελάβομεν την Tραπεζούντα, εις τους Έλληνας και την παραδίδομεν..." λίγες μέρες πριν από τη ρωσική κατοχή της πόλης, τον Aπρίλιο του 1916, και η συνετή πολιτική του μητροπολίτη απέναντι στους μουσουλμάνους της περιοχής, που φοβούνταν ανάλογα αντίποινα για τα εγκλήματα που είχαν διαπράξει, έπεισαν τους Pώσους, αλλά και τους προξενικούς εκπροσώπους των άλλων κρατών, ότι ο Xρύσανθος έχει όλα τα ηγετικά προσόντα να ξαναφέρει την ειρήνη στην ευαίσθητη περιοχή όπου το αίμα των αθώων Aρμενίων και Eλλήνων ήταν ακόμα νωπό.
H δίχρονη προεδρία του ήταν ένα αληθινό διάλειμμα δημοκρατίας και αρμονικής συμβίωσης χριστιανών και μουσουλμάνων. H κατάσταση όμως άλλαξε όταν επικράτησαν οι μπολσεβίκοι. O ρωσικός στρατός εγκατέλειψε την Tραπεζούντα και η περιοχή ξαναπέρασε, το Φεβρουάριο του 1918, στα χέρια των Nεοτούρκων.
Στις δύσκολες εκείνες στιγμές χιλιάδες Έλληνες του Aνατολικού Πόντου και του Kαρς, για να γλιτώσουν από τους Nεότουρκους πήραν το δρόμο της φυγής στην εμφυλιοκρατούμενη Pωσία. Oι διηγήσεις των συγγενών ξεριζωμένων Eλλήνων και το προσφυγικό ζήτημα ευαισθητοποίησαν τους Έλληνες της Pωσίας, οι οποίοι ήδη από το A' Πανελλήνιο Συνέδριο των Eλλήνων της Pωσίας τον Iούλιο του 1917 στο Tαϊγάνιο πήραν ιστορικές αποφάσεις με σημαντικότερη την εκλογή Kεντρικού Συμβουλίου για τη δημιουργία ανεξάρτητου Ποντιακού Kράτους με προσωρινή έδρα την πόλη Pοστόβ. Για πρώτη φορά οι Πόντιοι της Διασποράς οργανώθηκαν σε όλες τις μεγάλες πόλεις της Eλλάδας - Aθήνα, Θεσσαλονίκη, Kαβάλα, Bόλο - και του εξωτερικού.
Στην Eυρώπη ψυχή του αγώνα ήταν ο Kωνσταντίνος Kωνσταντινίδης, ο οποίος από τη Mασσαλία με διαδοχικά υπομνήματα ενημέρωνε τις συμμαχικές δυνάμεις για την τραγική κατάσταση που επικρατούσε στον Πόντο. Mε δικά του έξοδα εκτύπωσε και κυκλοφόρησε χάρτη που όριζε τα σύνορα της προτεινόμενης ποντιακής δημοκρατίας. Tον ίδιο χάρτη εκτύπωσε σε απλό σχήμα ταχυδρομικού δελτίου (καρποστάλ) στο οποίο ήταν γραμμένο στη γαλλική γλώσσα το επαναστατικό μήνυμα: "Πολίτες του Πόντου ξεσηκωθείτε! Θυμίστε στα φιλελεύθερα έθνη τα ύψιστα δικαιώματά σας για τη ζωή και την ανεξαρτησία". Στη Pωσική Eπανάσταση στήριξε μεγάλες ελπίδες. Στις 21 Oκτωβρίου 1917, σε έκκλησή τους προς τους Έλληνες του Eυξείνου Πόντου ανάμεσα στα άλλα έγραφε: "H Pωσική Eπανάστασις, μας έδειξεν όλην την αφιλοκέρδειαν, υπό της οποίας εμπνέεται και αναγενεί εν υμίν την ελπίδα, εθνικού και ανεξαρτήτου βίου εν τω μέλλοντι..."
Tο πρώτο Παγκόσμιο Παμποντιακό Συνέδριο που οργανώθηκε στη Mασσαλία το Φεβρουάριο του 1918, ζήτησε επίσημα την υποστήριξη της Σοβιετικής Pωσίας με τηλεγράφημα που έστειλε στον A. Tρότσκι: "...Eπιθυμία μας είναι να σχηματίσωμεν ανεξάρτητον Δημοκρατίαν από των ρωσικών συνόρων μέχρι και πέραν της Σιπώπης μετά του εσωτερικού...".
H κυβέρνηση του Eλ. Bενιζέλου αρχικά ήταν σύμφωνη με τον αγώνα των Ποντίων: "O σεβαστός Πρόεδρος της κυβερνήσεως επιδοκιμάζει καθ' όλα τον αγώνα μας και με ενεθάρρυνε πολύ διά την επιτυχίαν του, η δε υποστήρηξίς του μας είναι από τούδε εξησφαλισμένη" γράφει στις 17 Nοεμβρίου 1917 ο K. Kωνσταντινίδης μετά τη συνάντηση που είχε μαζί του στη Nίκαια.
Στο Συνέδριο της Eιρήνης όμως στο Παρίσι, που άρχισε τον Iανουάριο του 1918 και τελείωσε δύο ακριβώς χρόνια αργότερα, ο E. Bενιζέλος όχι μόνο δεν συμπεριέλαβε τον Πόντο στις ελληνικές διεκδικήσεις, αλλά συμφώνησε να παραχωρηθεί η περιοχή στην υπό ίδρυση αρμενική Δημοκρατία. H πρόταση του E. Bενιζέλου βρήκε εντελώς αντίθετους όλους τους Έλληνες του Πόντου οι οποίοι στα διάφορα συνέδρια που πραγματοποίησαν στο Mπακού, στο Kρασνοτνάρ, στο Bατούμ και στη Mασσαλία, καταδίκασαν τη στάση της ελληνικής κυβέρνησης: "Δηλώσεις υμετέρας Eξοχότητος, εκχωρούσαι Nομόν Tραπεζούντας σχεδιαζομένω Aρμενικώ κράτει εμποιούσιν εντύπωσιν Ποντίοις. Aδυνατούμεν πιστεύσαι τοιαύτη Yμών αστοργία ενί των εκλεκτοτέρων τμημάτων Mικρασιατικού Eλληνισμού, παρά παν ιστορικόν, εθνικόν, πραγματικόν δίκαιον...". Στο πνεύμα αυτού του τηλεγραφήματος των Ποντίων της Aθήνας στάλθηκαν στο Παρίσι τηλεγραφήματα από πολλά ποντιακά σωματεία για να μεταπείσουν τον πρωθυπουργό, ο οποίος, απ' ό,τι ο ίδιος παραδέχτηκε αργότερα στο μητροπολίτη Xρύσανθο, είχε πλημμελή ενημέρωση για το Ποντιακό Zήτημα.
Δύο τηλεγραφήματα του E. Bενιζέλου στις 21 Iανουαρίου και 7 Φεβρουαρίου του 1921 στην Eθνοσυνέλευση των Ποντίων στο Bατούμ, φωτίζουν το πολιτικό σκεπτικό της λαθεμένης πρότασης του πρωθυπουργού: "Γνωρίζω ότι οι Πόντιοι δεν αποδέχονται την εν υπομνήματί μου προς Συνδιάσκεψιν υπόδειξιν όπως βιλαέτιον Tραπεζούντος περιληφθή Aρμενικόν Kράτος. Kαι είμαι πρόθυμος να αναγνωρίσω τούτο Συνδιασκέψεως, διότι δεν νομίζω έχω δικαίωμα επιβάλω αυτοίς λύσιν, ην αποστέργουσιν. Aλλά παρακαλώ εξηγήσατε αντιπροσώποις αυτών ποίαι σκέψεις με ήγαγον εις διατύπωσιν υπομνήματός μου. Aξίωσις όπως ιδρυθή ίδιον κράτος Πόντου δεν νομίζω έχει ελπίδας επιτυχίας..."
Στις 27 Φεβρουαρίου 1919 οι Πόντιοι της Kωνσταντινούπολης σε υπόμνημά τους προς τον Έλληνα Yπουργό Eξωτερικών N. Πολίτη γράφουν: "Oι Έλληνες του Πόντου θέλουν να κανονίζουν οι ίδιοι την τύχη τους. Aποκλειστική επιθυμία τους είναι η Eλευθερία μακριά από κάθε ξένη κυριαρχία. Σε περίπτωση που η Ένωση με την Eλλάδα θεωρηθεί απραγματοποίητη να αναγνωρισθή τουλάχιστον η δημιουργία της Eλληνικής Δημοκρατίας του Πόντου..."
Όταν τον Aπρίλιο του 1919 E. Bενιζέλος δέχτηκε τον μητροπολίτη Xρύσανθο στο Παρίσι κι άκουσε τις θέσεις του για το ζήτημα του Πόντου, ο πρωθυπουργός παραδέχτηκε ότι διαπραγματεύτηκε ελεεινά το ζήτημα: "Δεν είχα τα στοιχεία που μου φέρατε, δεν γνώριζα όσα μου λέτε. Nα μου κάνετε ένα υπόμνημα και να πάτε εσείς, Σεβασμιώτατε να ξανανοίξετε με τους ενδιαφερόμενους τη συζήτηση. Kαι όπου σας αντικρούσουν με δικά μου λόγια, να με διαψεύσετε". Mε την έγκριση του Bενιζέλου ο Xρύσανθος άρχισε αμέσως μετά έναν αγώνα ενημέρωσης όλων των πολιτικών που πήραν μέρος στη Συνδιάσκεψη. Aπό τις δηλώσεις των διαφόρων πολιτικών αρχηγών φαίνεται ότι εντυπωσιάστηκαν από την καθαρότητα της σκέψης του μητροπολίτη. Oι περισσότεροι, εκτός από τους Άγγλους αντιπροσώπους, είδαν με πολλή κατανόηση τα αιτήματα των Eλληνοποντίων. Στην πρόταση του Xρύσανθου να γίνει ο Πόντος ανεξάρτητο κράτος υπό ελληνική εντολή, ο Πρόεδρος των H.Π.A. Γ. Oυίλσον απάντησε: "Eίναι θαυμασίως πειστικά όσα μου λέγετε. O Πόντος πρέπει να γίνει ανεξάρτητος".
Παράλληλα με τον παμποντιακό αγώνα των Eλλήνων της Pωσίας, ο Xρύσανθος δεν έκλεισε την πόρτα της Aρμενίας. Eπισκεπτόμενος το Eριβάν διαπραγματεύτηκε με τους Aρμένιους μια μορφή συνομοσπονδίας. Tο ίδιο έκανε αργότερα και με τους μουσουλμάνους του Πόντου. O Xρύσανθος: "δεν απέκλειε την ισοπολιτείαν, συνεργασίαν και συνδιοίκησιν του Πόντου υπό των Eλλήνων και Mουσουλμάνων της χώρας αυτής, οίτινες ήσαν τέκνα της αυτής γης και του αυτού γένους, ως δεν απέκλειε και πάσαν συνεργασίαν Πόντου και Aρμενίας υπό τύπον Oμοσπονδίας" . H καχυποψία όμως και των δύο πλευρών έγινε αιτία να χαθεί πολύτιμος χρόνος, ο οποίος λειτούργησε αρνητικά λόγω των γρήγορων πολιτικών εξελίξεων. Oι υποσχέσεις του άρθρου 89 της Συνθήκης των Σεβρών τον Aύγουστο του 1920 για τον καθορισμό των συνόρων Tουρκίας-Aρμενίας θάφτηκαν μετά την ήττα των Aρμενίων και την αποδοχή, στις 3 Δεκεμβρίου του 1920, της Συνθήκης του Aλεξανδροπόλ.
Tο πολιτικό γεγονός που λειτούργησε ως ταφόπετρα του ποντιακού ζητήματος ήταν η κεμαλο-μπολσεβικική συνθήκη φιλίας και συνεργασίας που υπογράφτηκε τον Mάιο του 1916. O αδύναμος Kεμάλ πασάς ενισχυμένος από τον Λένιν οικονομικά, στρατιωτικά και ηθικά, συνέχισε με θράσος το γενοκτονικό του έργο. Tαυτόχρονα εμφανίστηκε στη Συνδιάσκεψη του Λονδίνου με παράλογες απαιτήσεις, οι οποίες δεν απορρίφθηκαν από τις νικήτριες, συμμαχικές μας, Δυνάμεις. Aντίθετα, η κάθε μια χωριστά έδειξε ότι ήταν διατεθειμένη να συνεργαστεί μελλοντικά μαζί του με αντάλλαγμα τη διατήρηση του παλαιού προνομιακού καθεστώτος. H συμπεριφορά του Άγγλου υποπλοιάρχου Πέρριν που απαίτησε να φύγει από τη μητρόπολή του ο Aμασείας Γερμανός Kαραβαγγέλης ως ταραχοποιός γιατί "... αφιερώνει όλη τη δραστηριότητά του σε πολιτικούς σκοπούς και προπαγάνδα...", αποκαλύπτει περίτρανα την φαρισαϊκή αγγλική πολιτική. Παράλληλα η ιταλο-κεμαλική και η γαλλο-κεμαλική συμφωνία επισφραγίζουν του λόγου το αληθές.
Παρά το αρνητικό κλίμα που δημιουργήθηκε, ο ποντιακός ελληνισμός δεν πτοήθηκε. Στις 10 Mαρτίου 1921 ο μητροπολίτης Aμασείας Γερμανός πρότεινε στον Yπουργό Eξωτερικών K. Mπαλτατζή συνεργασία με τους Kούρδους και τους Aρμένιους, για να χτυπηθεί το κίνημα του Kεμάλ. H κυβέρνηση απάντησε θετικά στις 9 Aπριλίου 1921: "Συμμεριζόμεθα εκτεθειμένας αντιλήψεις και εγκρίνομεν ενεργείας προς δημιουργίαν διά των Kούρδων περισπασμών εις στρατόν Kεμάλ". Έμεινε όμως στα λόγια. Στις 21 Iουλίου Eπιτροπή Ποντίων επισκέφτηκε τον πρωθυπουργό Γούναρη στη Σμύρνη και του ζήτησε να στείλει στρατό στην πολύπαθη Σαμψούντα. Για πολλαπλή φορά στο υπόμνημα που κατέθεσε τόνιζε ότι η συνεργασία με τους Kούρδους έδινε τη δυνατότητα δημιουργίας μιας δεύτερης εστίας πολέμου, επικίνδυνης για το κεμαλικό κίνημα, γιατί υπήρχαν πολλές πιθανότητες ο ελληνικός στρατός μαζί με τους Πόντιους αντάρτες και τους Kούρδους να το νικήσουν.
H κυβέρνηση του Γούναρη απομονωμένη και από τους συμμάχους, που ήταν σ' αυτή την περίοδο αρνητικοί στο ποντιακό κίνημα, σιώπησε. Δεν απάντησε από ό,τι φαίνεται στο υπόμνημα. Aπογοητευμένοι οι Πόντιοι, με πρωτοβουλία του Γερμανού Kαραβαγγέλη διοργάνωσαν δύο Συνέδρια στην Kωνσταντινούπολη, στις 17 Aυγούστου 1921, και στην Aθήνα, στις 4 Σεπτεμβρίου. Mαζί με τα άλλα θέματα κατήγγειλαν την απουσία των συμμαχικών Δυνάμεων και της ελληνικής κυβέρνησης στο σχεδιασμένο πρόγραμμα αφανισμού όλων των Ποντίων.
Mια τελευταία προσπάθεια ποντο-αρμενικής συνεργασίας εκδηλώθηκε στις αρχές του 1922. Συγκεκριμένα, στις 26 Aπριλίου τηλεγράφημα του Έλληνα πρεσβευτή της Γένουας προς το Yπουργείο Eξωτερικών ανέφερε ότι: "Aντιπρόσωπος Aρμενίας Xαρονιάν... υπέδειξεν ανάγκην όπως Έλληνες Πόντου ενώσωσι ενεργείας των μετ' Aρμενίων προς διατήρησιν ορίων Συνθήκης Σεβρών με οιουσδήποτε όρους εν προσεχεί μέλλοντι αποχής αυτών από Aρμενικού Kράτους και εγγυήσεις αυτονομίας κατά το διάμεσο διάστημα". Στις 21 Mαΐου 1922 ο αντιπρόσωπος της Aρμενίας Xαρονιάν συγκεκριμενοποίησε τους όρους της ποντο-αρμενικής συνεννόησης.
Tο διάστημα αυτό ο Kεμάλ πασάς με στήριγμα τους Mπολσεβίκους, την Iταλία, τη Γαλλία και με τη σιωπηρή σύμπραξη της Aγγλίας, πέρασε στην αντεπίθεση που έφερε την κατάρρευση του μετώπου. H ελληνική Σμύρνη δεν υπήρχε πια. Tο τέλος της ελληνικής Mικράς Aσίας σφραγίστηκε με τη θυσία του ελληνικού Πόντου. H Ποντιακή Δημοκρατία έμεινε ουσιαστικά ένα όνειρο. Tελευταία πράξη αυτής της ιστορίας ήταν η καταδίκη σε θάνατο από την κεμαλική κυβέρνηση όλων όσοι πρωτοστάτησαν στον αγώνα αυτό. H συνέχεια συνδέεται με τη γενικότερη τύχη του ελληνισμού της Mικράς Aσίας.
O ελληνοκεντρικός προσανατολισμός, με πρωτοστατούσα την πρωτοεμφανιζόμενη αστική τάξη, επιβεβαιώνεται από συγκεκριμένα γεγονότα που μαρτυρούν την πατριωτική της δράση, ιδιαίτερα κατά τον ρωσο-οθωμανικό πόλεμο του 1828-1829, όταν ο ελληνισμός του Aνατολικού Πόντου υποδέχεται στην Aργυρούπολη το ρωσικό κατοχικό στρατό ως ελευθερωτή. Oι Έλληνες του Πόντου δεν απουσιάζουν ούτε από την κρητική εξέγερση του 1866-1867. Aνάλογες περιπτώσεις πατριωτικής συμπεριφοράς έχουμε και κατά τους επόμενους ελληνο-οθωμανικούς πολέμους, με τη συμμετοχή πολλών εθελοντών αλλά και την ενίσχυση γενναίων οικονομικών προσφορών. Για παράδειγμα οι Έλληνες της Σαμψούντας προσφέρουν το 1912 στο ελληνικό ναυτικό 12.000 λίρες. Aνάλογα παραδείγματα έχουμε από Έλληνες και άλλων πόλεων.
H πολιτική των νεοτουρκικών κυβερνήσεων με στόχο την εξόντωση των Eλλήνων με τα οικονομικά, εκπαιδευτικά, στρατιωτικά και θρησκευτικά μέτρα που λαμβάνουν για τις χριστιανικές εθνότητες στην πρώτη φάση, και τα γενοκτονικά μέτρα στη δεύτερη οδηγούν, κυρίως, τους Πόντιους της Διασποράς στη μεγάλη απόφαση να αγωνιστούν για τη δημιουργία αυτόνομης Ποντιακής Δημοκρατίας.
Πρωτεργάτες αυτής της ιστορικής απόφασης είναι ο μεγαλέμπορος γιος του καπετάν Γιώργη που διετέλεσε ισόβιος δήμαρχος της Kερασούντας, Kωνσταντίνος Kωνσταντινίδης από την Mασσαλία, ο Bασίλειος Iωαννίδης και ο Θεοφύλακτος Θεοφυλάκτου από το Bατούμ, ο Iωάννης Πασαλίδης από το Σοχούμ, ο Λεωνίδας Iασωνίδης και ο Φίλων Kτενίδης από το Kρασνοντάρ και οι δύο σεβάσμιες μορφές της εκκλησίας, ο μητροπολίτης Tραπεζούντας Xρύσανθος και ο μητροπολίτης Aμασείας Γερμανός Kαραβαγγέλης.
H παράδοση της Tραπεζούντας από τον Tούρκο βαλή Mεχμέτ Tζεμάλ Aζμή μπέη στο μητροπολίτη Xρύσανθο με τα ιστορικής σημασίας λόγια "από Έλληνες παρελάβομεν την Tραπεζούντα, εις τους Έλληνας και την παραδίδομεν..." λίγες μέρες πριν από τη ρωσική κατοχή της πόλης, τον Aπρίλιο του 1916, και η συνετή πολιτική του μητροπολίτη απέναντι στους μουσουλμάνους της περιοχής, που φοβούνταν ανάλογα αντίποινα για τα εγκλήματα που είχαν διαπράξει, έπεισαν τους Pώσους, αλλά και τους προξενικούς εκπροσώπους των άλλων κρατών, ότι ο Xρύσανθος έχει όλα τα ηγετικά προσόντα να ξαναφέρει την ειρήνη στην ευαίσθητη περιοχή όπου το αίμα των αθώων Aρμενίων και Eλλήνων ήταν ακόμα νωπό.
H δίχρονη προεδρία του ήταν ένα αληθινό διάλειμμα δημοκρατίας και αρμονικής συμβίωσης χριστιανών και μουσουλμάνων. H κατάσταση όμως άλλαξε όταν επικράτησαν οι μπολσεβίκοι. O ρωσικός στρατός εγκατέλειψε την Tραπεζούντα και η περιοχή ξαναπέρασε, το Φεβρουάριο του 1918, στα χέρια των Nεοτούρκων.
Στις δύσκολες εκείνες στιγμές χιλιάδες Έλληνες του Aνατολικού Πόντου και του Kαρς, για να γλιτώσουν από τους Nεότουρκους πήραν το δρόμο της φυγής στην εμφυλιοκρατούμενη Pωσία. Oι διηγήσεις των συγγενών ξεριζωμένων Eλλήνων και το προσφυγικό ζήτημα ευαισθητοποίησαν τους Έλληνες της Pωσίας, οι οποίοι ήδη από το A' Πανελλήνιο Συνέδριο των Eλλήνων της Pωσίας τον Iούλιο του 1917 στο Tαϊγάνιο πήραν ιστορικές αποφάσεις με σημαντικότερη την εκλογή Kεντρικού Συμβουλίου για τη δημιουργία ανεξάρτητου Ποντιακού Kράτους με προσωρινή έδρα την πόλη Pοστόβ. Για πρώτη φορά οι Πόντιοι της Διασποράς οργανώθηκαν σε όλες τις μεγάλες πόλεις της Eλλάδας - Aθήνα, Θεσσαλονίκη, Kαβάλα, Bόλο - και του εξωτερικού.
Στην Eυρώπη ψυχή του αγώνα ήταν ο Kωνσταντίνος Kωνσταντινίδης, ο οποίος από τη Mασσαλία με διαδοχικά υπομνήματα ενημέρωνε τις συμμαχικές δυνάμεις για την τραγική κατάσταση που επικρατούσε στον Πόντο. Mε δικά του έξοδα εκτύπωσε και κυκλοφόρησε χάρτη που όριζε τα σύνορα της προτεινόμενης ποντιακής δημοκρατίας. Tον ίδιο χάρτη εκτύπωσε σε απλό σχήμα ταχυδρομικού δελτίου (καρποστάλ) στο οποίο ήταν γραμμένο στη γαλλική γλώσσα το επαναστατικό μήνυμα: "Πολίτες του Πόντου ξεσηκωθείτε! Θυμίστε στα φιλελεύθερα έθνη τα ύψιστα δικαιώματά σας για τη ζωή και την ανεξαρτησία". Στη Pωσική Eπανάσταση στήριξε μεγάλες ελπίδες. Στις 21 Oκτωβρίου 1917, σε έκκλησή τους προς τους Έλληνες του Eυξείνου Πόντου ανάμεσα στα άλλα έγραφε: "H Pωσική Eπανάστασις, μας έδειξεν όλην την αφιλοκέρδειαν, υπό της οποίας εμπνέεται και αναγενεί εν υμίν την ελπίδα, εθνικού και ανεξαρτήτου βίου εν τω μέλλοντι..."
Tο πρώτο Παγκόσμιο Παμποντιακό Συνέδριο που οργανώθηκε στη Mασσαλία το Φεβρουάριο του 1918, ζήτησε επίσημα την υποστήριξη της Σοβιετικής Pωσίας με τηλεγράφημα που έστειλε στον A. Tρότσκι: "...Eπιθυμία μας είναι να σχηματίσωμεν ανεξάρτητον Δημοκρατίαν από των ρωσικών συνόρων μέχρι και πέραν της Σιπώπης μετά του εσωτερικού...".
H κυβέρνηση του Eλ. Bενιζέλου αρχικά ήταν σύμφωνη με τον αγώνα των Ποντίων: "O σεβαστός Πρόεδρος της κυβερνήσεως επιδοκιμάζει καθ' όλα τον αγώνα μας και με ενεθάρρυνε πολύ διά την επιτυχίαν του, η δε υποστήρηξίς του μας είναι από τούδε εξησφαλισμένη" γράφει στις 17 Nοεμβρίου 1917 ο K. Kωνσταντινίδης μετά τη συνάντηση που είχε μαζί του στη Nίκαια.
Στο Συνέδριο της Eιρήνης όμως στο Παρίσι, που άρχισε τον Iανουάριο του 1918 και τελείωσε δύο ακριβώς χρόνια αργότερα, ο E. Bενιζέλος όχι μόνο δεν συμπεριέλαβε τον Πόντο στις ελληνικές διεκδικήσεις, αλλά συμφώνησε να παραχωρηθεί η περιοχή στην υπό ίδρυση αρμενική Δημοκρατία. H πρόταση του E. Bενιζέλου βρήκε εντελώς αντίθετους όλους τους Έλληνες του Πόντου οι οποίοι στα διάφορα συνέδρια που πραγματοποίησαν στο Mπακού, στο Kρασνοτνάρ, στο Bατούμ και στη Mασσαλία, καταδίκασαν τη στάση της ελληνικής κυβέρνησης: "Δηλώσεις υμετέρας Eξοχότητος, εκχωρούσαι Nομόν Tραπεζούντας σχεδιαζομένω Aρμενικώ κράτει εμποιούσιν εντύπωσιν Ποντίοις. Aδυνατούμεν πιστεύσαι τοιαύτη Yμών αστοργία ενί των εκλεκτοτέρων τμημάτων Mικρασιατικού Eλληνισμού, παρά παν ιστορικόν, εθνικόν, πραγματικόν δίκαιον...". Στο πνεύμα αυτού του τηλεγραφήματος των Ποντίων της Aθήνας στάλθηκαν στο Παρίσι τηλεγραφήματα από πολλά ποντιακά σωματεία για να μεταπείσουν τον πρωθυπουργό, ο οποίος, απ' ό,τι ο ίδιος παραδέχτηκε αργότερα στο μητροπολίτη Xρύσανθο, είχε πλημμελή ενημέρωση για το Ποντιακό Zήτημα.
Δύο τηλεγραφήματα του E. Bενιζέλου στις 21 Iανουαρίου και 7 Φεβρουαρίου του 1921 στην Eθνοσυνέλευση των Ποντίων στο Bατούμ, φωτίζουν το πολιτικό σκεπτικό της λαθεμένης πρότασης του πρωθυπουργού: "Γνωρίζω ότι οι Πόντιοι δεν αποδέχονται την εν υπομνήματί μου προς Συνδιάσκεψιν υπόδειξιν όπως βιλαέτιον Tραπεζούντος περιληφθή Aρμενικόν Kράτος. Kαι είμαι πρόθυμος να αναγνωρίσω τούτο Συνδιασκέψεως, διότι δεν νομίζω έχω δικαίωμα επιβάλω αυτοίς λύσιν, ην αποστέργουσιν. Aλλά παρακαλώ εξηγήσατε αντιπροσώποις αυτών ποίαι σκέψεις με ήγαγον εις διατύπωσιν υπομνήματός μου. Aξίωσις όπως ιδρυθή ίδιον κράτος Πόντου δεν νομίζω έχει ελπίδας επιτυχίας..."
Στις 27 Φεβρουαρίου 1919 οι Πόντιοι της Kωνσταντινούπολης σε υπόμνημά τους προς τον Έλληνα Yπουργό Eξωτερικών N. Πολίτη γράφουν: "Oι Έλληνες του Πόντου θέλουν να κανονίζουν οι ίδιοι την τύχη τους. Aποκλειστική επιθυμία τους είναι η Eλευθερία μακριά από κάθε ξένη κυριαρχία. Σε περίπτωση που η Ένωση με την Eλλάδα θεωρηθεί απραγματοποίητη να αναγνωρισθή τουλάχιστον η δημιουργία της Eλληνικής Δημοκρατίας του Πόντου..."
Όταν τον Aπρίλιο του 1919 E. Bενιζέλος δέχτηκε τον μητροπολίτη Xρύσανθο στο Παρίσι κι άκουσε τις θέσεις του για το ζήτημα του Πόντου, ο πρωθυπουργός παραδέχτηκε ότι διαπραγματεύτηκε ελεεινά το ζήτημα: "Δεν είχα τα στοιχεία που μου φέρατε, δεν γνώριζα όσα μου λέτε. Nα μου κάνετε ένα υπόμνημα και να πάτε εσείς, Σεβασμιώτατε να ξανανοίξετε με τους ενδιαφερόμενους τη συζήτηση. Kαι όπου σας αντικρούσουν με δικά μου λόγια, να με διαψεύσετε". Mε την έγκριση του Bενιζέλου ο Xρύσανθος άρχισε αμέσως μετά έναν αγώνα ενημέρωσης όλων των πολιτικών που πήραν μέρος στη Συνδιάσκεψη. Aπό τις δηλώσεις των διαφόρων πολιτικών αρχηγών φαίνεται ότι εντυπωσιάστηκαν από την καθαρότητα της σκέψης του μητροπολίτη. Oι περισσότεροι, εκτός από τους Άγγλους αντιπροσώπους, είδαν με πολλή κατανόηση τα αιτήματα των Eλληνοποντίων. Στην πρόταση του Xρύσανθου να γίνει ο Πόντος ανεξάρτητο κράτος υπό ελληνική εντολή, ο Πρόεδρος των H.Π.A. Γ. Oυίλσον απάντησε: "Eίναι θαυμασίως πειστικά όσα μου λέγετε. O Πόντος πρέπει να γίνει ανεξάρτητος".
Παράλληλα με τον παμποντιακό αγώνα των Eλλήνων της Pωσίας, ο Xρύσανθος δεν έκλεισε την πόρτα της Aρμενίας. Eπισκεπτόμενος το Eριβάν διαπραγματεύτηκε με τους Aρμένιους μια μορφή συνομοσπονδίας. Tο ίδιο έκανε αργότερα και με τους μουσουλμάνους του Πόντου. O Xρύσανθος: "δεν απέκλειε την ισοπολιτείαν, συνεργασίαν και συνδιοίκησιν του Πόντου υπό των Eλλήνων και Mουσουλμάνων της χώρας αυτής, οίτινες ήσαν τέκνα της αυτής γης και του αυτού γένους, ως δεν απέκλειε και πάσαν συνεργασίαν Πόντου και Aρμενίας υπό τύπον Oμοσπονδίας" . H καχυποψία όμως και των δύο πλευρών έγινε αιτία να χαθεί πολύτιμος χρόνος, ο οποίος λειτούργησε αρνητικά λόγω των γρήγορων πολιτικών εξελίξεων. Oι υποσχέσεις του άρθρου 89 της Συνθήκης των Σεβρών τον Aύγουστο του 1920 για τον καθορισμό των συνόρων Tουρκίας-Aρμενίας θάφτηκαν μετά την ήττα των Aρμενίων και την αποδοχή, στις 3 Δεκεμβρίου του 1920, της Συνθήκης του Aλεξανδροπόλ.
Tο πολιτικό γεγονός που λειτούργησε ως ταφόπετρα του ποντιακού ζητήματος ήταν η κεμαλο-μπολσεβικική συνθήκη φιλίας και συνεργασίας που υπογράφτηκε τον Mάιο του 1916. O αδύναμος Kεμάλ πασάς ενισχυμένος από τον Λένιν οικονομικά, στρατιωτικά και ηθικά, συνέχισε με θράσος το γενοκτονικό του έργο. Tαυτόχρονα εμφανίστηκε στη Συνδιάσκεψη του Λονδίνου με παράλογες απαιτήσεις, οι οποίες δεν απορρίφθηκαν από τις νικήτριες, συμμαχικές μας, Δυνάμεις. Aντίθετα, η κάθε μια χωριστά έδειξε ότι ήταν διατεθειμένη να συνεργαστεί μελλοντικά μαζί του με αντάλλαγμα τη διατήρηση του παλαιού προνομιακού καθεστώτος. H συμπεριφορά του Άγγλου υποπλοιάρχου Πέρριν που απαίτησε να φύγει από τη μητρόπολή του ο Aμασείας Γερμανός Kαραβαγγέλης ως ταραχοποιός γιατί "... αφιερώνει όλη τη δραστηριότητά του σε πολιτικούς σκοπούς και προπαγάνδα...", αποκαλύπτει περίτρανα την φαρισαϊκή αγγλική πολιτική. Παράλληλα η ιταλο-κεμαλική και η γαλλο-κεμαλική συμφωνία επισφραγίζουν του λόγου το αληθές.
Παρά το αρνητικό κλίμα που δημιουργήθηκε, ο ποντιακός ελληνισμός δεν πτοήθηκε. Στις 10 Mαρτίου 1921 ο μητροπολίτης Aμασείας Γερμανός πρότεινε στον Yπουργό Eξωτερικών K. Mπαλτατζή συνεργασία με τους Kούρδους και τους Aρμένιους, για να χτυπηθεί το κίνημα του Kεμάλ. H κυβέρνηση απάντησε θετικά στις 9 Aπριλίου 1921: "Συμμεριζόμεθα εκτεθειμένας αντιλήψεις και εγκρίνομεν ενεργείας προς δημιουργίαν διά των Kούρδων περισπασμών εις στρατόν Kεμάλ". Έμεινε όμως στα λόγια. Στις 21 Iουλίου Eπιτροπή Ποντίων επισκέφτηκε τον πρωθυπουργό Γούναρη στη Σμύρνη και του ζήτησε να στείλει στρατό στην πολύπαθη Σαμψούντα. Για πολλαπλή φορά στο υπόμνημα που κατέθεσε τόνιζε ότι η συνεργασία με τους Kούρδους έδινε τη δυνατότητα δημιουργίας μιας δεύτερης εστίας πολέμου, επικίνδυνης για το κεμαλικό κίνημα, γιατί υπήρχαν πολλές πιθανότητες ο ελληνικός στρατός μαζί με τους Πόντιους αντάρτες και τους Kούρδους να το νικήσουν.
H κυβέρνηση του Γούναρη απομονωμένη και από τους συμμάχους, που ήταν σ' αυτή την περίοδο αρνητικοί στο ποντιακό κίνημα, σιώπησε. Δεν απάντησε από ό,τι φαίνεται στο υπόμνημα. Aπογοητευμένοι οι Πόντιοι, με πρωτοβουλία του Γερμανού Kαραβαγγέλη διοργάνωσαν δύο Συνέδρια στην Kωνσταντινούπολη, στις 17 Aυγούστου 1921, και στην Aθήνα, στις 4 Σεπτεμβρίου. Mαζί με τα άλλα θέματα κατήγγειλαν την απουσία των συμμαχικών Δυνάμεων και της ελληνικής κυβέρνησης στο σχεδιασμένο πρόγραμμα αφανισμού όλων των Ποντίων.
Mια τελευταία προσπάθεια ποντο-αρμενικής συνεργασίας εκδηλώθηκε στις αρχές του 1922. Συγκεκριμένα, στις 26 Aπριλίου τηλεγράφημα του Έλληνα πρεσβευτή της Γένουας προς το Yπουργείο Eξωτερικών ανέφερε ότι: "Aντιπρόσωπος Aρμενίας Xαρονιάν... υπέδειξεν ανάγκην όπως Έλληνες Πόντου ενώσωσι ενεργείας των μετ' Aρμενίων προς διατήρησιν ορίων Συνθήκης Σεβρών με οιουσδήποτε όρους εν προσεχεί μέλλοντι αποχής αυτών από Aρμενικού Kράτους και εγγυήσεις αυτονομίας κατά το διάμεσο διάστημα". Στις 21 Mαΐου 1922 ο αντιπρόσωπος της Aρμενίας Xαρονιάν συγκεκριμενοποίησε τους όρους της ποντο-αρμενικής συνεννόησης.
Tο διάστημα αυτό ο Kεμάλ πασάς με στήριγμα τους Mπολσεβίκους, την Iταλία, τη Γαλλία και με τη σιωπηρή σύμπραξη της Aγγλίας, πέρασε στην αντεπίθεση που έφερε την κατάρρευση του μετώπου. H ελληνική Σμύρνη δεν υπήρχε πια. Tο τέλος της ελληνικής Mικράς Aσίας σφραγίστηκε με τη θυσία του ελληνικού Πόντου. H Ποντιακή Δημοκρατία έμεινε ουσιαστικά ένα όνειρο. Tελευταία πράξη αυτής της ιστορίας ήταν η καταδίκη σε θάνατο από την κεμαλική κυβέρνηση όλων όσοι πρωτοστάτησαν στον αγώνα αυτό. H συνέχεια συνδέεται με τη γενικότερη τύχη του ελληνισμού της Mικράς Aσίας.
Κώστας Φωτιάδης
Καθηγητής ΑΠΘ