Η δεκαετία του 1920 αποτέλεσε περίοδο σκληρής δοκιμασίας για την Ελλάδα. Η αρχή της σηματοδοτήθηκε από την ευνοϊκή συνθήκη των Σεβρών (1920), χάρη στην οποία η Ελλάδα μετατρεπόταν σε χώρα των «τριών ηπείρων και των πέντε θαλασσών», δίνοντας έτσι σάρκα και οστά στην ιδέα της «Μεγάλης Ελλάδας». Ωστόσο, η «επέκταση προς Ανατολάς» αποτέλεσε ένα πολύ δύσκολο εγχείρημα για την Ελλάδα, το οποίο κατέλεξε στα θλιβερά γεγονότα της Σμύρνης και τη Μικρασιατική Καταστροφή. Ένας μεγάλος αριθμός προσφύγων κατέληξε στη «μητέρα-πατρίδα», ενώ η Ελλάδα υποχρεώθηκε να περιορίσει τα - όποια - επεκτατικά της σχέδια, υπογράφοντας τελικά τη Συνθήκη της Λοζάννης το 1923. Μοιραία, κατά τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, η σχέση Ελλάδας - Τουρκίας ήταν η χειρότερη δυνατή. Ήταν κυριολεκτικά, μία σχέση ανάμεσα σε δύο εχθρούς, οι οποίοι ζούσαν αναγκαστικά ο ένας δίπλα στον άλλον, και οι οποίοι είχαν πολλά να μοιράσουν και τίποτα που να τους ενώνει. Την ίδια στιγμή, οι πόλεμοι που είχαν προηγηθεί (Βαλκανικοί, Α' Παγκόσμιος) είχαν οδηγήσει την Ελλάδα σε προστριβές και με τις άλλες γειτονικές χώρες, οι οποίες, με τη σειρά τους, διεκδικούσαν τα «αλύτρωτα, δικά τους εδάφη» στη βαλκανική χερσόνησο. Η ελληνική, ηγετική, πολιτική φυσιογνωμία των αρχών του 20ου αιώνα, ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ανέβαλε τη δύσκολη αποστολή τής αποκατάστασης των σχέσεων της Ελλάδας με τα όμορα κράτη. Η προσπάθεια ξεκίνησε το φθινόπωρο του 1928, όταν ο Βενιζέλος πήγε στη Ρώμη και υπέγραψε Σύμφωνο Αμοιβαίας Φιλίας και Διαιτησίας με το Μουσολίνι. Ακολούθησε η ελληνο-γιουγκοσλαβική συμφωνία για τη διευκόλυνση των εμπορικών μεταφορών προς τη γείτονα χώρα, μέσω του λιμανιού της Θεσσαλονίκης, ενώ σύμβαση υπογράφτηκε και με την Αλβανία, τερματίζοντας κάθε εδαφική διεκδίκηση των δύο χωρών. Πιο σημαντική όλων, ήταν η προσπάθεια προσέγγισης με την Τουρκία. Στην περίπτωση αυτή, τα πράγματα ήταν πολύ πιο δύσκολα, καθώς υπήρχε το αιματηρό προηγούμενο των προηγούμενων χρόνων, καθώς και το ακανθώδες ζήτημα των περιουσιών των προσφύγων, εκατέρωθεν. Τελικά, ο Τούρκος ηγέτης Κεμάλ Ατατούρκ, σε μία προσπάθεια παύσης της απομόνωσης στην οποία είχε περιέλθει η χώρα του, «έσφιξε» το χέρι φιλίας που του έτεινε ο Βενιζέλος, ερχόμενος σε συμφωνία με την ελληνική πλευρά. Το Ελληνοτουρκικό Σύμφωνο Φιλίας Ουδετερότητας, Συνδιαλλαγής και Διαιτησίας υπογράφηκε στην Άγκυρα, στις 30 Οκτωβρίου του 1930. Σε αυτό, διακηρυσσόταν η ανάγκη φιλίας ανάμεσα στις δύο χώρες, ενώ ταυτόχρονα, υπογράφηκε και το Πρωτόκολλο για τους ναυτικούς εξοπλισμούς, το Σύμφωνο Εγκαταστάσεως και η Σύμβαση Εμπορίου. Οι όροι του Συμφώνου Φιλίας ήταν σαφώς πολύ ευνοϊκοί για την Τουρκία: ως βάση της συμφωνίας ορίστηκε ο συμψηφισμός των περιουσιών των προσφύγων, γεγονός που εξίσωνε τους εύπορους Έλληνες πρόσφυγες με τους σαφώς οικονομικά ασθενέστερους Τούρκους. Παράλληλα, με βάση το σύμφωνο, οι δύο χώρες δεσμεύονταν να μην υπογράψουν με τρίτους, κανένα σύμφωνο πολιτικής ή οικονομικής υφής, το οποίο θα έβλαπτε την άλλη χώρα (Ελλάδα - Τουρκία), ενώ οι πρόσφυγες δεν θα μπορούσαν πλέον να εγκατασταθούν ξανά στην περιοχή, από την οποία είχαν φύγει με τον πόλεμο και την ανταλλαγή. Η συμφωνία αποτέλεσε μία ρεαλιστική προσέγγιση των συνθηκών της εποχής. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, αναγνωρίζοντας την αλλαγή των ισορροπιών ανάμεσα στις δύο χώρες που είχε επιφέρει η νίκη του Κεμάλ, αντιμετώπισε ως μονόδρομο τον ιστορικό συμβιβασμό, έστω και με το πολιτικό κόστος που θα του επέφερε η δικαιολογημένη αντίδραση των προσφύγων της Ελλάδας. Ταυτόχρονα, εκτίμησε ότι οι νέες στρατιωτικο-πολιτικές συνθήκες που διαμορφώνονταν συνολικά στην Ευρώπη, πιθανότατα θα οδηγούσαν σε νέα εμπόλεμη σύρραξη (κάτι που τελικά συνέβη, μία δεκαετία αργότερα) και προσπάθησε να «οχυρώσει» το μικρό κράτος της Ελλάδας, πίσω από διαδοχικές συμφωνίες με τους γείτονές της. Σύμφωνα με τα λεγόμενά του, η Ελλάδα θα έπρεπε να είναι «φίλη και σύμμαχος όλων, και εχθρός ουδενός». Με την υπογραφή του Συμφώνου Φιλίας, η Ελλάδα και η Τουρκία δεν έγιναν - αυτομάτως - δύο φίλα διακείμενες χώρες. Ωστόσο, με τη συμφωνία αυτή, διακήρυσσαν ότι ουσιαστικά δεν έχουν πλέον τίποτα να χωρίσουν, ενώ έθεσαν τις βάσεις για μία πιθανή, μελλοντική «πραγματική» φιλία ανάμεσα στις δύο χώρες. Τρία χρόνια αργότερα (14/9/1933), οι δύο χώρες υπέγραψαν ένα ακόμα σύμφωνο (Εγκάρδιας Συνεννόησης), το οποίο εγγυούταν το απαραβίαστο των κοινών τους συνόρων. Η αρχή μίας - πολύτιμης και για τις δύο χώρες - φιλίας είχε ξεκινήσει: πάντως, η συνέχεια δεν έμελλε να δικαιώσει τις αισιόδοξες προσδοκίες των εμπνευστών της.
Η συνθήκη της Ελληνοτουρκικής φιλίας του 1930
Η δεκαετία του 1920 αποτέλεσε περίοδο σκληρής δοκιμασίας για την Ελλάδα. Η αρχή της σηματοδοτήθηκε από την ευνοϊκή συνθήκη των Σεβρών (1920), χάρη στην οποία η Ελλάδα μετατρεπόταν σε χώρα των «τριών ηπείρων και των πέντε θαλασσών», δίνοντας έτσι σάρκα και οστά στην ιδέα της «Μεγάλης Ελλάδας». Ωστόσο, η «επέκταση προς Ανατολάς» αποτέλεσε ένα πολύ δύσκολο εγχείρημα για την Ελλάδα, το οποίο κατέλεξε στα θλιβερά γεγονότα της Σμύρνης και τη Μικρασιατική Καταστροφή. Ένας μεγάλος αριθμός προσφύγων κατέληξε στη «μητέρα-πατρίδα», ενώ η Ελλάδα υποχρεώθηκε να περιορίσει τα - όποια - επεκτατικά της σχέδια, υπογράφοντας τελικά τη Συνθήκη της Λοζάννης το 1923. Μοιραία, κατά τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, η σχέση Ελλάδας - Τουρκίας ήταν η χειρότερη δυνατή. Ήταν κυριολεκτικά, μία σχέση ανάμεσα σε δύο εχθρούς, οι οποίοι ζούσαν αναγκαστικά ο ένας δίπλα στον άλλον, και οι οποίοι είχαν πολλά να μοιράσουν και τίποτα που να τους ενώνει. Την ίδια στιγμή, οι πόλεμοι που είχαν προηγηθεί (Βαλκανικοί, Α' Παγκόσμιος) είχαν οδηγήσει την Ελλάδα σε προστριβές και με τις άλλες γειτονικές χώρες, οι οποίες, με τη σειρά τους, διεκδικούσαν τα «αλύτρωτα, δικά τους εδάφη» στη βαλκανική χερσόνησο. Η ελληνική, ηγετική, πολιτική φυσιογνωμία των αρχών του 20ου αιώνα, ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ανέβαλε τη δύσκολη αποστολή τής αποκατάστασης των σχέσεων της Ελλάδας με τα όμορα κράτη. Η προσπάθεια ξεκίνησε το φθινόπωρο του 1928, όταν ο Βενιζέλος πήγε στη Ρώμη και υπέγραψε Σύμφωνο Αμοιβαίας Φιλίας και Διαιτησίας με το Μουσολίνι. Ακολούθησε η ελληνο-γιουγκοσλαβική συμφωνία για τη διευκόλυνση των εμπορικών μεταφορών προς τη γείτονα χώρα, μέσω του λιμανιού της Θεσσαλονίκης, ενώ σύμβαση υπογράφτηκε και με την Αλβανία, τερματίζοντας κάθε εδαφική διεκδίκηση των δύο χωρών. Πιο σημαντική όλων, ήταν η προσπάθεια προσέγγισης με την Τουρκία. Στην περίπτωση αυτή, τα πράγματα ήταν πολύ πιο δύσκολα, καθώς υπήρχε το αιματηρό προηγούμενο των προηγούμενων χρόνων, καθώς και το ακανθώδες ζήτημα των περιουσιών των προσφύγων, εκατέρωθεν. Τελικά, ο Τούρκος ηγέτης Κεμάλ Ατατούρκ, σε μία προσπάθεια παύσης της απομόνωσης στην οποία είχε περιέλθει η χώρα του, «έσφιξε» το χέρι φιλίας που του έτεινε ο Βενιζέλος, ερχόμενος σε συμφωνία με την ελληνική πλευρά. Το Ελληνοτουρκικό Σύμφωνο Φιλίας Ουδετερότητας, Συνδιαλλαγής και Διαιτησίας υπογράφηκε στην Άγκυρα, στις 30 Οκτωβρίου του 1930. Σε αυτό, διακηρυσσόταν η ανάγκη φιλίας ανάμεσα στις δύο χώρες, ενώ ταυτόχρονα, υπογράφηκε και το Πρωτόκολλο για τους ναυτικούς εξοπλισμούς, το Σύμφωνο Εγκαταστάσεως και η Σύμβαση Εμπορίου. Οι όροι του Συμφώνου Φιλίας ήταν σαφώς πολύ ευνοϊκοί για την Τουρκία: ως βάση της συμφωνίας ορίστηκε ο συμψηφισμός των περιουσιών των προσφύγων, γεγονός που εξίσωνε τους εύπορους Έλληνες πρόσφυγες με τους σαφώς οικονομικά ασθενέστερους Τούρκους. Παράλληλα, με βάση το σύμφωνο, οι δύο χώρες δεσμεύονταν να μην υπογράψουν με τρίτους, κανένα σύμφωνο πολιτικής ή οικονομικής υφής, το οποίο θα έβλαπτε την άλλη χώρα (Ελλάδα - Τουρκία), ενώ οι πρόσφυγες δεν θα μπορούσαν πλέον να εγκατασταθούν ξανά στην περιοχή, από την οποία είχαν φύγει με τον πόλεμο και την ανταλλαγή. Η συμφωνία αποτέλεσε μία ρεαλιστική προσέγγιση των συνθηκών της εποχής. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, αναγνωρίζοντας την αλλαγή των ισορροπιών ανάμεσα στις δύο χώρες που είχε επιφέρει η νίκη του Κεμάλ, αντιμετώπισε ως μονόδρομο τον ιστορικό συμβιβασμό, έστω και με το πολιτικό κόστος που θα του επέφερε η δικαιολογημένη αντίδραση των προσφύγων της Ελλάδας. Ταυτόχρονα, εκτίμησε ότι οι νέες στρατιωτικο-πολιτικές συνθήκες που διαμορφώνονταν συνολικά στην Ευρώπη, πιθανότατα θα οδηγούσαν σε νέα εμπόλεμη σύρραξη (κάτι που τελικά συνέβη, μία δεκαετία αργότερα) και προσπάθησε να «οχυρώσει» το μικρό κράτος της Ελλάδας, πίσω από διαδοχικές συμφωνίες με τους γείτονές της. Σύμφωνα με τα λεγόμενά του, η Ελλάδα θα έπρεπε να είναι «φίλη και σύμμαχος όλων, και εχθρός ουδενός». Με την υπογραφή του Συμφώνου Φιλίας, η Ελλάδα και η Τουρκία δεν έγιναν - αυτομάτως - δύο φίλα διακείμενες χώρες. Ωστόσο, με τη συμφωνία αυτή, διακήρυσσαν ότι ουσιαστικά δεν έχουν πλέον τίποτα να χωρίσουν, ενώ έθεσαν τις βάσεις για μία πιθανή, μελλοντική «πραγματική» φιλία ανάμεσα στις δύο χώρες. Τρία χρόνια αργότερα (14/9/1933), οι δύο χώρες υπέγραψαν ένα ακόμα σύμφωνο (Εγκάρδιας Συνεννόησης), το οποίο εγγυούταν το απαραβίαστο των κοινών τους συνόρων. Η αρχή μίας - πολύτιμης και για τις δύο χώρες - φιλίας είχε ξεκινήσει: πάντως, η συνέχεια δεν έμελλε να δικαιώσει τις αισιόδοξες προσδοκίες των εμπνευστών της.