Πρόχειρες σημειώσεις που μπορεί να γίνουν το ημερολόγιο ενός ταξιδευτή. Έσεια θα το κρίνετε. Οι πρώτες μου συγγραφικές απόπειρες.Δεν θα έλεγα πως είναι η απόπειρα ενός βιβλίου. Μάλλον οι σκέψεις ενός ταξιδευτή- προσκυνητή. Ποιος ξέρει, που μπορεί να με οδηγήσει αυτός ο δρόμος..
«..Το τελευταίο προπύργιο της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, αντιστάθηκε μέχρι τα 1461 στον Μωάμεθ τον Β’. Το τελευταίο κομμάτι ελεύθερης ορθόδοξης γης έπεσε στα χέρια των Τούρκων, μέσα στην γενική αδιαφορία. Χωρίς να δείχνει το παραμικρό ενδιαφέρον για το ένδοξο παρελθόν της, η Ευρώπη έχει μπει ήδη στην εποχή της Αναγέννησης. Ιδρυμένη από την οικογένεια των Κομνηνών η αυτοκρατορία της Τραπεζούντας, κράτησε μέχτο το τέλος την περηφάνια της. Η πτώση της Τραπεζούντας προαναγγέλλει τέσσερις αιώνες Οθωμανικής νύχτας. Από τότε που στις 29 Μάιου του 1453, οι Τούρκοι του σουλτάνου Μωάμεθ του Β’, κατέλαβαν την Κωνσταντινούπολη, το μόνο που απόμεινε στην περήφανη βυζαντινή αυτοκρατορία, είναι αυτό το μικρό κομμάτι ελληνικού και χριστιανικού εδάφους: η αυτοκρατορία της Τραπεζούντας. Ένα μικρό κομμάτι εδάφους κατά μήκος της Μαύρης Θάλασσας. Αυτή η αυτοκρατορία είναι ένα αγκάθι χωμένο στα πλευρά του Σουλτάνου, μετά τη πτώση της Κωνσταντινούπολης. Η Τραπεζούντα έχει γίνει ο οφθαλμός όλων των πόλεων, το βλέμμα που ξεπερνάει τον κόσμο, η τροφός των Εκκλησιών, ο οδηγός της Ορθοδοξίας, και το ύστατο οχυρό της Ρώμης, το δεύτερο ουράνιο στερέωμα που προαναγγέλλει ότι δημιουργούν τα χέρια του Θεού. Η περηφάνια των τελευταίων κατοίκων της Τραπεζούντας μεγάλωνε ανάλογα με την σύμφορα τους. Εκείνες τις ημέρες όμως του 1461, η αυτοκρατορία θυμίζει το Βασίλειο των σκιών. Όλοι άφησαν τις ζωές τους στα χέρια του Κυρίου, θέλοντας προφανώς να ξεχάσουν πως οι αυτοκρατορίες είναι εξίσου θνητές με τους ανθρώπους. Σε τι χρησιμεύουν άραγε τα λόγια, όταν ο Θεός δείχνει αμείλικτος; Η Τραπεζούντα πριν από την λησμονιά. Έξω από τα κάστρα αυτής της πόλης, εκείνους τους μακρινούς καιρούς, η Χριστιανική Ανατολή έζησε τις ημέρες της. Ο Μωάμεθ έδωσε ένα τέλος στην χιλιόχρονη αυτοκρατορία. Σκεπτόμενος όλα αυτά, αισθάνομαι κάτω από τα βλέφαρα μου στεγνά δάκρυα να με καίνε. Περπατάω εδώ στα χώματα της τελευταίας αυτοκρατορίας των Ελλήνων στην Ανατολή. Περπατάω εδώ στην γή των προγόνων μου. Από εδώ ξεκίνησαν όλα για εμάς, τους απογόνους της Ποντιακής φυλής που μεγαλούργησε σε αυτά τα χώματα. Κοιτάω την Τραπεζούντα από το παράθυρο του ξενοδοχείου και χάνομαι στα βάθη της ιστορίας. Η Πόλη των Κομνηνών, η χιλιοτραγουδισμενη Τραπεζούντα, το τελευταίο οχυρό της Χριστιανοσύνης εκείνα τα χρόνια, τα γεμάτα σκιές και πόνο. Σε αυτά τα χώματα, ρίχνω τα τελευταία δάκρυα της καρδιάς μου για την χαμένη Ποντιακή γη. Νιώθω να ζω ξανά το παρελθόν. Είναι δυνατόν; Κάπου διάβασα πως η ιστορία είναι ένας εφιάλτης από τον οποίο δεν μπορείς να ξυπνήσεις ποτέ. Ίσως να είναι έτσι. Στέγνωσαν τα σωθικά μου από τον πόνο. Είδα τα κάστρα του Πόντου να υποχωρούν να γκρεμίζονται. Από τα νερά της Μαύρης Θάλασσας, θα πιω να δροσιστώ. Τα δάκρυα της καρδιάς μου ακόμη και τώρα πέφτουν, αλλά όχι μάταια. Ο παλιός κόσμος χάθηκε, γονάτισε και έσβησε στον δρόμο των δακρύων, στον δρόμο της εξόδου από τον Πόντο. Πολύς ο καιρός στις σκιές, σκοτεινά τα τελευταία τους όνειρα. Τα λουλούδια όμως σε πείσμα του μαρασμού, φυτρώνουν ακόμα στα βουνά του πόντου για όλους εκείνους που χάθηκαν. Αλίμονο σε εκείνους, που έλαχαν οι ζοφερές εκείνες ημέρες. Οι νέοι πέθαιναν και οι γέροι έμειναν πίσω να μαραζώνουν. Πολλοί έζησαν για να δουν τις τελευταίες ημέρες της φυλής μας. Αλίμονο , η σκοτεινιά βασίλευε στις καρδιές όλων, εκείνες τις κρύες μέρες του 1922.. Οι πατεράδες έθαψαν τα παιδιά τους, τα βουνά ράγισαν από τον πόνο και το κλάμα των μανάδων. Και τώρα εμείς, δεκαετίες μετά, αναζητούμε τον δρόμο για τις αίθουσες των προγόνων μας. Για αυτό δεν βρίσκομαι εδώ; Ποτέ δεν ξέχασα όλους εκείνους που κράτησαν τους δεσμούς του οίκου μας ζωντανούς. Αυτό δεν είναι το τέλος είναι η αρχή. Το παρελθόν επιστρέφει και καίει τα σωθικά μου. Νιώθω τα μάτια μου άδεια καθώς κοιτώ στο βάθος την Μαύρη Θάλασσα.Ταξιδεύω στους λαβύρινθους της ιστορίας. Νιώθω σαν να βρίσκομαι στο πλευρό του Δαβίδ Κομνηνού τον Ιούλιο του 1461, όταν ο αρχιστράτηγος Αμπντουλαχ Αμάρ, εμφανίστηκε σαν δαίμονας στους χειρότερους εφιάλτες του αυτοκράτορα, μπροστά στα τείχη της Τραπεζούντας. Πόσος αδύναμος θα αισθανόταν ο τελευταίας Έλληνας αυτοκράτορας στην Ανατολή, γνωρίζοντας πως πέρα από τους 100 Βένετους στρατιώτες, δεν μπορούσε να υπάρξει άλλη βοήθεια. Η Δύση είχε σωπάσει στις έκκλησης της πόλης γυρίζοντας επιδεικτικά την πλάτη της. Ο Αμπντουλάχ Αμάρ πολιόρκησε την Τραπεζούντα 32 ημέρες πριν ο Δαβίδ του την παραδώσει, παρά τις αντιρρήσεις του απλού λαού. Τι θα μπορούσε όμως να είχε γίνει, ακόμη και να οι πολιορκημένοι άντεχαν; Περισσότερα πτώματα και τίποτε άλλο. Ο Μωάμεθ ήθελε να βγάλει το αγκάθι από τα πλευρά του, καταστρέφοντας την Τραπεζούντα. Αυτός ήταν και ο λόγος που έστειλε τον καλύτερο αρχιστράτηγο του να πολιορκήσει την πόλη. Τόσοι θρύλοι είχαν ακουστεί για τον Αμάρ, που έτρεμες πριν ακόμη τον γνωρίσεις. Αυτός ο άνθρωπος έκανε αργότερα την Ευρώπη να ριγήσει. Το τέλος ήταν προδιαγεγραμμένο για την αυτοκρατορία. Η νοσταλγία εκείνων των ημερών, οι θύμισες της ιστορίας μου δίνουν μια πικρή γεύση. Όταν σε επισκέπτονται οι αναμνήσεις, νομίζεις ότι βλέπεις τον περασμένο χρόνο μέσα από ένα γυάλινο βουνό. Τίποτε δεν είναι σαν τότε. Ο κόσμος που μπορεί να πλάσει ένας νοσταλγός των καιρών, είναι μόνο μέσα στο μυαλό του και στην φαντασία του. Ένα από τα μεγάλα ερωτήματα που με βασάνιζε πάντα ήταν γιατί η Τραπεζούντα αγαπήθηκε και τραγουθηκε τόσο, όταν στη πρώτη απόπειρα της ιστορίας, να γεννηθεί ένα ανεξάρτητο Ποντιακό κράτος ήταν η Αμάσεια και η Σινώπη οι πόλεις που έκλεισαν το μάτι στην Μοίρα. Τότε που ο Μιθριδάτης ο Ευπατορας, επέκτεινε το Βασίλειο του Πόντου, νίκησε τους Ρωμαίους και εδραίωσε την κυριαρχία του σε αυτά τα μέρη. Ο θάνατος του όμως ήταν το πρώτο σημάδι, πώς αυτός ο τόπος θα γέμιζε με αίμα Ελληνικό, χωρίς ποτέ να περάσει δια παντός στους Έλληνες. Η αλήθεια πάντως είναι πώς ένα σημαντικό μέρος του Ελληνισμού διαφυλάχθηκε μετά τη διάλυση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας σε αυτά τα μέρη. Η άλωση της Τραπεζούντας σήμαινε για τον Ελληνισμό του Πόντου την απώλεια της ανεξαρτησίας του, αλλά όχι και την εθνική του συνείδηση. Αυτό είναι αλήθεια. Μέσα στην Οθωμανική αυτοκρατορία οι Πόντιοι αποτελούσαν το πιο αποκομμένο κομμάτι του Ελληνισμού, που ζούσαν σε μια περιοχή φτωχή, χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την κεντρική διοίκηση. Επιπλέον αποτελούσαν μειοψηφία μέσα σε ένα πλήθος αλλόθρησκων και αλλόγλωσσων λαών, όπως οι Κούρδοι και οι Αρμένιοι. Παρ' όλα αυτά οι Πόντιοι κατόρθωσαν να διατηρήσουν τη γλώσσα και τη θρησκεία τους, να αποκτήσουν κυρίαρχη οικονομική θέση στα αστικά κέντρα της περιοχής τους, να επιδείξουν έναν αξιόλογο δημογραφικό δυναμισμό που τους επέτρεψε να επεκταθούν και στις περιοχές του Καυκάσου και της Κριμαίας, και τέλος να αναπτύξουν μια σημαντική εκπαιδευτική δραστηριότητα. Τα αίτια της οικονομικής ανάπτυξης θα πρέπει να αναζητηθούν αρχικά στην εκμετάλλευση των μεταλλείων της Αργυρούπολης, στη συνέχεια στη διάνοιξη του εμπορικού δρόμου Τραπεζούντας-Ταυρίδας και αργότερα των οικονομικών ανταλλαγών, μέσω θαλάσσης με τα λιμάνια του Ευξείνου Πόντου κυρίως εκείνα της Κριμαίας. Ο ποντιακός ελληνισμός που ζούσε στις αρχές του 20ου αιώνα στις περιοχές Σινώπης, Αμάσειας, Τραπεζούντας, Σαμψούντας, Λαζικής, Αργυρούπολης, Σεβάστειας, Τοκάτης, και Νικόπολης της Οθωμανικής αυτοκρατορίας αριθμούσε, σύμφωνα με υπολογισμούς του Οικουμενικού Πατριαρχείου και των Οθωμανικών αρχών περίπου 600.000 άτομα. Παράλληλα στη νότια Ρωσία, στην περιοχή του Καυκάσου, την ίδια εποχή υπήρχαν περίπου 150.000 Πόντιοι, που είχαν μετοικίσει εκεί μετά την Αλωση της Τραπεζούντας από τους Οθωμανούς το 1461. Είναι Τυχαίο πώς το 1860 υπήρχαν στην περιοχή του Πόντου 100 ελληνικά σχολεία, ενώ μετά την κατάλυση της οθωμανικής κυριαρχίας το 1919 τα σχολεία υπολογίζονταν σε 1401 με 86.000 μαθητές, με πιο φημισμένο το Φροντιστήριο της Τραπεζούντας; Όχι βέβαια. Μόνο από τύχη δεν γένονται όλα αυτά. Η διάβαση στους δρόμους της ιστορίας του μυαλού μου συνεχίζεται. Για να καταλάβεις καλά τα μέρη που πατάς, πρέπει να ανοίξεις το χρονοντούλαπο της ιστορίας. Και εγώ ακόμη και τώρα, στην γη των προγονών μου την ανοίγω. Η ιστορία είναι πάντα οδηγός. Αν δεν ξέρεις το παρελθόν δεν μπορείς να πορευτείς στο μέλλον. Το 1915 ήταν μια χρονιά ορόσημο για τον Ποντιακό Ελληνισμό της Μικρός Ασίας. Τη χρονιά εκείνη, και ενώ όλα τα ευρωπαϊκά κράτη είχαν εμπλακεί στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, οι Τούρκοι εκπόνησαν ένα σχέδιο εξόντωσης των χριστιανικών πληθυσμών της Μικράς Ασίας. Τον Ιούνιο πραγματοποιήθηκε η εξορία και στη συνέχεια η σφαγή των Αρμενίων, ενώ αρχίζουν οι πρώτες βιοπραγίες εναντίον του Ποντιακού στοιχείου. Τον Δεκέμβριο του 1916 εκπονήθηκε από τους Τούρκους στρατηγούς Εμβέρ και Ταλαάτ σχέδιο εξόντωσης του άμαχου ελληνικού πληθυσμού του Πόντου που προέβλεπε: «Άμεση εξόντωση μόνον των ανδρών των πόλεων από 16-60 ετών και γενική εξορία όλων των ανδρών και γυναικόπαιδων των χωριών στα ενδότερα της Ανατολής με πρόγραμμα σφαγής και εξόντωσης». Το πρόγραμμα ξεκίνησε 15 ημέρες αργότερα και εφαρμόστηκε κυρίως στις περιοχές της Σαμψούντας και της Πάφρας. Η περιοχή της Τραπεζούντας είχε γλιτώσει από τη μανία των Τούρκων διότι είχε καταληφθεί τον Απρίλιο του 1916 από τον Ρωσικό Στρατό. Όταν όμως οι Ρώσοι εγκατέλειψαν την πόλη τον Φεβρουάριο του 1918, τότε ο μισός περίπου πληθυσμός της περιοχής εγκατέλειψε τις εστίες του και ακολούθησε τον ρωσικό στρατό κατά την υποχώρησή του. Οι περισσότεροι από τους πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν στην περιοχή του Καυκάσου και των παραλίων της Γεωργίας. Οι Πόντιοι πίστευαν ότι το τέλος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου θα έφερνε και οριστικό τέρμα στα δεινά τους, αλλά διεψεύσθησαν. Οι εκκλήσεις τους για να συμπεριληφθούν στο ελληνικό κράτος δεν εισακούστηκαν από τον Ελευθέριο Βενιζέλο, ο οποίος θεωρούσε ότι ο Πόντος ήταν πολύ απομακρυσμένος από τις υπόλοιπες ελληνικές περιοχές με αποτέλεσμα να είναι αδύνατη η υπεράσπισή του από τις τουρκικές επιδρομές. Σε αντάλλαγμα πρότεινε να προχωρήσουν οι Πόντιοι στη δημιουργία μιας ομοσπονδίας με τους Αρμένιους, και πράγματι ο αρχιεπίσκοπος Τραπεζούντας Χρύσανθος Φιλιππίδης και ο πρόεδρος των Αρμενίων Αλέξανδρος Χατισιάν υπέγραψαν τον Ιανουάριο του 1920 συμφωνία για τη δημιουργία Ποντοαρμενικού κράτους. Όμως τον Νοέμβριο του 1920 ο αρμενικός στρατός ηττήθηκε στο Ερζερούμ από τις δυνάμεις του Κεμάλ με αποτέλεσμα να συνθηκολογήσουν οι Αρμένιοι και να μείνουν οι Πόντιοι μόνοι τους. Έκτοτε και μέχρι τον Αύγουστο του 1922 ο Κεμάλ, έχοντας εκκαθαρίσει τα δευτερεύοντα μέτωπα στη Μικρά Ασία, προχώρησε ανενόχλητος στη σταδιακή εξόντωση του Ποντιακού Ελληνισμού. Οι πόλεις και τα χωριά κάηκαν, οι χωρικοί σφάχτηκαν, ατιμάστηκαν, εξορίστηκαν ή έφευγαν ομαδικά στα δάση και στα βουνά. Όσοι άνδρες συλλαμβάνονταν προωθούνταν στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας. Υπολογίζεται ότι στο διάστημα 1914-1922 εξοντώθηκαν περίπου 200.000 Πόντιοι. Το πρώτο καράβι με πρόσφυγες ξεκίνησε από τη Σαμψούντα τον Νοέμβριο του 1922 για την Ελλάδα μέσω Κωνσταντινούπολης. Το προσφυγικό ρεύμα θα συνεχιστεί και σε όλη τη διάρκεια του 1923. Το 1924 οι χριστιανικοί πληθυσμοί του Πόντου περιελήφθησαν στη ελληνοτουρκική σύμβαση για την ανταλλαγή των πληθυσμών και υπηρετούσαν στα τάγματα εργασίας (αμελέ ταμπουρού), πέρασαν στην Ελλάδα είτε μέσω Σαμψούντας, είτε μέσω Συρίας. Στ αυτό το σημείο θα πρέπει να παραθέσω τα στοιχεία της αναταλαγης, την μετακίνηση του Ποντιακού Ελληνισμού που μεγαλούργησε σε αυτά τα μέρη. Δεν υπάρχουν ακριβή στοιχεία για το ποσοστό των Ποντίων στο 1.220.000 πρόσφυγες που δέχθηκε η Ελλάδα στη δεκαετία του 1920. Τα ποντιακά σωματεία υπολογίζουν ότι περίπου 400.000 Πόντιοι εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα, κυρίως στους νομούς Δράμας, Κιλκίς, Καβάλας, Ξάνθης, Κοζάνης, Πρέβεζας και στα αστικά κέντρα Αθήνα, Πειραιά και Θεσσαλονίκη, εντασσόμενοι στην ελληνική κοινωνία. Η άφιξη των Ποντίων στις Νέες Πατρίδες ήταν η απαρχή μιας δύσκολης, αλλά και συνάμα δημιουργικής πορείας για τον ποντιακό ελληνισμό. Στην Ελλάδα η μοίρα των Ποντίων συνδέθηκε άρρηκτα με τη μοίρα των υπολοίπων προσφύγων. Τα πρώτα χρόνια της ζωής στη νέα πατρίδα δεν ήταν σίγουρα και τα πιο ευχάριστα. Το έργο της προσφυγικής αποκατάστασης ήταν τεράστιο και η ελληνική κυβέρνηση αδυνατούσε να το αντιμετωπίσει από μόνη της. Για το λόγο αυτό προσέφυγε στη βοήθεια της διεθνούς κοινότητας. Η μαζική άφιξη χιλιάδων προσφύγων προκάλεσε ισχυρό σοκ σε μια κοινωνία με απαρχαιωμένους θεσμούς και σε μια ουσιαστικά καθυστερημένη οικονομία. Οι θετικές αλλαγές της άφιξης των προσφύγων εντοπίζονται σε διάφορες πτυχές του οικονομικού και κοινωνικού βίου. Ας τις εξετάσουμε λοιπόν ξεχωριστά. Το 1913 οι μειονότητες στην Ελλάδα αποτελούσαν περίπου το 13% του συνολικού πληθυσμού. Λίγο αργότερα, μάλιστα, το 1920, το ποσοστό αυτό πλησίασε το 20%. Αυτό σημαίνει πως το 1920 ο ένας στους πέντε κατοίκους της χώρας δεν ήταν Έλληνας. Μάλιστα στη Μακεδονία, το 1920, το ποσοστό του ελληνικού πληθυσμού κυμαίνονταν γύρω στο 45%. Όμως, η μαζική εγκατάσταση προσφύγων, κυρίως στη Μακεδονία και τη Θράκη, σε συνδυασμό με την ταυτόχρονη αποχώρηση 300.000 περίπου Μουσουλμάνων και 60.000 περίπου Βούλγαρων, ανέτρεψε δραματικά τα πληθυσμιακά δεδομένα. Έτσι, το 1926, το ποσοστό του ελληνικού πληθυσμού της Μακεδονίας έφτασε το 88,8% , ενώ το 1928 οι Έλληνες αποτελούσαν το 93,8% του συνολικού πληθυσμού της χώρας. Αυτό σημαίνει πως στα τέλη της δεκαετίας του 1920 η Ελλάδα ήταν το κράτος με τη μεγαλύτερη εθνική ομοιογένεια στη Βαλκανική και ένα από τα πλέον ομοιογενή κράτη στην Ευρώπη. Η άποψη μάλιστα αυτή πιστοποιείται και από τα πλέον επίσημα χείλη, τους προέδρους της Ε.Α.Π., Morgentau, Eddy και Howland. Κι εδώ η προσφορά των προσφύγων ήταν τεράστια. Στα τέλη του 1922 η οικονομία της χώρας είχε σχεδόν αποσυντεθεί και η παραγωγή είχε πέσει πολύ χαμηλά. Όμως, οι πρόσφυγες ανέτρεψαν πλήρως την κατάσταση. Οι ανάγκες της εγκατάστασής τους οδήγησαν στην απαλλοτρίωση των τσιφλικιών και των μεγάλων κτημάτων που μέχρι τότε αποτελούσαν την κύρια μορφή ιδιοκτησίας γης. Ακόμη, εισήχθησαν νέες καλλιέργειες και εφαρμόσθηκαν νέες τεχνικές. Πιο συγκεκριμένα, μέχρι το 1922 η σταφίδα αποτελούσε την κύρια καλλιέργεια, λόγω, όμως, των συνεχών σταφιδικών κρίσεων αντικαταστάθηκε από τον καπνό ο οποίος κάλυψε το 70% περίπου των ελληνικών εξαγωγών. Η καλλιέργεια του καπνού γινόταν μάλιστα κατά τα 2/3 από πρόσφυγες. Το αποτέλεσμα ήταν ότι δέκα χρόνια μετά την άφιξη των προσφύγων η καλλιεργήσιμη γη είχε αυξηθεί κατά 55% και το αγροτικό εισόδημα είχε διπλασιασθεί. Αλλά και στον τομέα της βιοτεχνίας και της βιομηχανίας η προσφορά των προσφύγων ήταν ευεργετική. Αναπτύχθηκαν νέοι κλάδοι, όπως η μεταξουργία, η κεραμεική, η χαλκουργία, η ταπητουργία, η αργυροχοϊα και η βυρσοδεψία. Το 1913 οι μειονότητες στην Ελλάδα αποτελούσαν περίπου το 13% του συνολικού πληθυσμού. Λίγο αργότερα, μάλιστα, το 1920, το ποσοστό αυτό πλησίασε το 20%. Αυτό σημαίνει πως το 1920 ο ένας στους πέντε κατοίκους της χώρας δεν ήταν Έλληνας. Μάλιστα στη Μακεδονία, το 1920, το ποσοστό του ελληνικού πληθυσμού κυμαίνονταν γύρω στο 45%. Όμως, η μαζική εγκατάσταση προσφύγων, κυρίως στη Μακεδονία και τη Θράκη, σε συνδυασμό με την ταυτόχρονη αποχώρηση 300.000 περίπου Μουσουλμάνων και 60.000 περίπου Βούλγαρων, ανέτρεψε δραματικά τα πληθυσμιακά δεδομένα. Έτσι, το 1926, το ποσοστό του ελληνικού πληθυσμού της Μακεδονίας έφτασε το 88,8% , ενώ το 1928 οι Έλληνες αποτελούσαν το 93,8% του συνολικού πληθυσμού της χώρας. Αυτό σημαίνει πως στα τέλη της δεκαετίας του 1920 η Ελλάδα ήταν το κράτος με τη μεγαλύτερη εθνική ομοιογένεια στη Βαλκανική και ένα από τα πλέον ομοιογενή κράτη στην Ευρώπη. Η άποψη μάλιστα αυτή πιστοποιείται και από τα πλέον επίσημα χείλη, τους προέδρους της Ε.Α.Π., Morgentau, Eddy και Howland.Δεν θέλω να σταθώ στην γενοκτονία και στα όσα βίαια συνέβησαν εκείνα τα μαύρα χρόνια που βασίλευε το σκοτάδι. Οι Πόντιοι πλήρωσαν όσο κανένας άλλος λαός το μένος των Τούρκων. Κανένας λαός δεν βίωσε με τόσο βίαιο τρόπο την μανία των Νεότουρκων. Γενοκτονία. Μόνο στην θύμηση των όσων διάβασα και των όσων άκουσα από την γιαγιά, ο λαιμός μου μπουκουνει. Με το ζόρι συγκρατώ τα δάκρυα μου. Εχω κατέβει από το ξενοδοχείο και πλέον περπατώ στον κεντρικό δρόμο, κατευθυνόμενος προς το λιμάνι της Τραπεζούντας. Τα σκέφτομαι όλα αυτά και συλλαμβάνω των εαυτό μου να ψάχνει τον λόγο που είμαι εδώ. Από παιδί ήθελα μια και καλή να κλείσω τους λογαριασμούς μου με τον Πόντο. Θα μπορέσω; Μάλλον όχι. Και αν τους ανοίξω για τα καλά; Περπατάω στην γη που περπάτησαν ήρωες εκείνα τα χρόνια. Γιατί μόνο ως ήρωες μπορεί να χαρακτηρισθούν εκείνοι, που μέσα στην καρδιά του Οθωμανικού κράτους, μεγαλούργησαν κυρίευσαν οικονομικά τις πόλεις αυτές και έκαμαν τους Τούρκους υπάλληλους τους. Που να βρεις το κουράγιο να τα κάμεις όλα αυτά τώρα. Μόνο ένας ήρωας μπορεί να φερθεί έτσι. Νιώθω τυχερός που τα ζω όλα αυτά. Κοιτάω τον ουρανό θέλοντας να ευχαριστήσω τον Κύριο, που με κράτησε ζωντανό για να δω τη πόλη του γένους μου, την πόλη του οίκου μου, την πόλη από όπου ξεκίνησαν όλα. Ναι νιώθω τυχερός. Κάποιοι δεν μπόρεσαν. Όπως η γιαγιά μου. Την θυμάμαι ακόμη και τώρα και τα μάτια μου γεμίζουν δάκρυα. Άφηνα το κεφάλι μου να πέσει στην ποδιά της, μικρό παιδί εγώ, και άκουγα για άλλους τόπους μαγικούς. Τόπους που όλα ήταν καλά, τόπους που η γη, γέμιζε με τους θησαυρούς της τον κόσμο. Τόπους που ο Θεός χάρισε σε ανθρώπους που αγαπούσε. Την θυμάμαι να κοιτά πάντα προς την Ανατολή και να αναζητά. Τότε δεν καταλάβαινα, τώρα, ναι καταλαβαίνω. «Πες μου γιαγιά πες μου και αλλά για την χώρα εκείνη. Πες μου.» Και η γιαγιά μου δωστου να λέει και άλλες ιστορίες, για τα παιδιά της χρόνια, για τα καλοκαίρια που περνούσε στα παρχάρια, στα κτήματα της, στα βουνά της Τραπεζούντας. Σταματούσε να πάρει ανάσα, να κρύψει την συγκίνηση της, τα δάκρυα της, και μετά συνέχιζε. Πέρασε δύσκολα χρόνια η γιαγιά μου. Έχασε αδερφή, πατέρα, στην ανταλλαγή. Τότε δεν μπορούσα να καταλάβω. Νόμιζα πως ήταν σα παραμύθι. Όταν κατάλαβα πως δεν ήταν, ντράπηκα. Αν γύριζα τα χρόνια πίσω, σίγουρα δεν θα την ρωτούσα ποτέ. Δεν θα άνοιγα τις πληγές της. Όταν μεγάλωσα αρκετά την πρότεινα να την πάω στην Τραπεζούντα. Στον μαχαλά της. Να την πάω στο χωρίο που ανέβαινα τα καλοκαίρια. Λυβερα Ματσούκας. Το θυμάμαι ακόμη. Αν θα πάω; Φυσικά και θα πάω. Η απάντηση που μου έδωσε η γιαγιά μου με άφησε άναυδο. «Ακου γιάβρουμ. Ποτέ δεν θα πληρώσω εισιτήριο για να δω την πατρίδα μου» μου είπε και μου γύρισε την πλάτη για να μπει στο σπίτι της. Ήταν η τελευταία συζήτηση που είχαμε για τον Πόντο. Μέχρι που έκλεισε τα μάτια της, δεν συζητήσαμε ποτέ ξανά για τον Πόντο. Ήταν ο τελευταίος κρίκος που με έδενε με αυτή την γη. Σφίχτηκε η καρδιά μου. Νιώθω τα μάτια μου άδεια καθώς κοιτώ στο βάθος την Μαύρη Θάλασσα. Ταξιδεύω στους λαβύρινθους της ιστορίας. Νιώθω σαν να βρίσκομαι στο πλευρό του Δαβίδ Κομνηνού τον Ιούλιο του 1461, όταν ο αρχιστράτηγος Αμπντουλαχ Αμάρ, εμφανίστηκε σαν δαίμονας στους χειρότερους εφιάλτες του αυτοκράτορα, μπροστά στα τείχη της Τραπεζούντας. Πόσος αδύναμος θα αισθανόταν ο τελευταίας Έλληνας αυτοκράτορας στην Ανατολή, γνωρίζοντας πως πέρα από τους 100 Βένετους στρατιώτες, δεν μπορούσε να υπάρξει άλλη βοήθεια. Η Δύση είχε σωπάσει στις έκκλησης της πόλης γυρίζοντας επιδεικτικά την πλάτη της. Ο Αμπντουλάχ Αμάρ πολιόρκησε την Τραπεζούντα 32 ημέρες πριν ο Δαβίδ του την παραδώσει, παρά τις αντιρρήσεις του απλού λαού. Τι θα μπορούσε όμως να είχε γίνει, ακόμη και να οι πολιορκημένοι άντεχαν; Περισσότερα πτώματα και τίποτε άλλο. Ο Μωάμεθ ήθελε να βγάλει το αγκάθι από τα πλευρά του, καταστρέφοντας την Τραπεζούντα. Αυτός ήταν και ο λόγος που έστειλε τον καλύτερο αρχιστράτηγο του να πολιορκήσει την πόλη. Τόσοι θρύλοι είχαν ακουστεί για τον Αμάρ, που έτρεμες πριν ακόμη τον γνωρίσεις. Αυτός ο άνθρωπος έκανε αργότερα την Ευρώπη να ριγήσει. Το τέλος ήταν προδιαγεγραμμένο για την αυτοκρατορία. Η νοσταλγία εκείνων των ημερών, οι θύμισες της ιστορίας μου δίνουν μια πικρή γεύση. Όταν σε επισκέπτονται οι αναμνήσεις, νομίζεις ότι βλέπεις τον περασμένο χρόνο μέσα από ένα γυάλινο βουνό. Τίποτε δεν είναι σαν τότε. Ο κόσμος που μπορεί να πλάσει ένας νοσταλγός των καιρών, είναι μόνο μέσα στο μυαλό του και στην φαντασία του. Ένα από τα μεγάλα ερωτήματα που με βασάνιζε πάντα ήταν γιατί η Τραπεζούντα αγαπήθηκε και τραγουθηκε τόσο, όταν στη πρώτη απόπειρα της ιστορίας, να γεννηθεί ένα ανεξάρτητο Ποντιακό κράτος ήταν η Αμάσεια και η Σινώπη οι πόλεις που έκλεισαν το μάτι στην Μοίρα. Τότε που ο Μιθριδάτης ο Ευπατορας, επέκτεινε το Βασίλειο του Πόντου, νίκησε τους Ρωμαίους και εδραίωσε την κυριαρχία του σε αυτά τα μέρη. Ο θάνατος του όμως ήταν το πρώτο σημάδι, πώς αυτός ο τόπος θα γέμιζε με αίμα Ελληνικό, χωρίς ποτέ να περάσει δια παντός στους Έλληνες. Η αλήθεια πάντως είναι πώς ένα σημαντικό μέρος του Ελληνισμού διαφυλάχθηκε μετά τη διάλυση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας σε αυτά τα μέρη. Η άλωση της Τραπεζούντας σήμαινε για τον Ελληνισμό του Πόντου την απώλεια της ανεξαρτησίας του, αλλά όχι και την εθνική του συνείδηση. Αυτό είναι αλήθεια. Μέσα στην Οθωμανική αυτοκρατορία οι Πόντιοι αποτελούσαν το πιο αποκομμένο κομμάτι του Ελληνισμού, που ζούσαν σε μια περιοχή φτωχή, χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την κεντρική διοίκηση. Επιπλέον αποτελούσαν μειοψηφία μέσα σε ένα πλήθος αλλόθρησκων και αλλόγλωσσων λαών, όπως οι Κούρδοι και οι Αρμένιοι. Παρ' όλα αυτά οι Πόντιοι κατόρθωσαν να διατηρήσουν τη γλώσσα και τη θρησκεία τους, να αποκτήσουν κυρίαρχη οικονομική θέση στα αστικά κέντρα της περιοχής τους, να επιδείξουν έναν αξιόλογο δημογραφικό δυναμισμό που τους επέτρεψε να επεκταθούν και στις περιοχές του Καυκάσου και της Κριμαίας, και τέλος να αναπτύξουν μια σημαντική εκπαιδευτική δραστηριότητα. Τα αίτια της οικονομικής ανάπτυξης θα πρέπει να αναζητηθούν αρχικά στην εκμετάλλευση των μεταλλείων της Αργυρούπολης, στη συνέχεια στη διάνοιξη του εμπορικού δρόμου Τραπεζούντας-Ταυρίδας και αργότερα των οικονομικών ανταλλαγών, μέσω θαλάσσης με τα λιμάνια του Ευξείνου Πόντου κυρίως εκείνα της Κριμαίας. Ο ποντιακός ελληνισμός που ζούσε στις αρχές του 20ου αιώνα στις περιοχές Σινώπης, Αμάσειας, Τραπεζούντας, Σαμψούντας, Λαζικής, Αργυρούπολης, Σεβάστειας, Τοκάτης, και Νικόπολης της Οθωμανικής αυτοκρατορίας αριθμούσε, σύμφωνα με υπολογισμούς του Οικουμενικού Πατριαρχείου και των Οθωμανικών αρχών περίπου 600.000 άτομα. Παράλληλα στη νότια Ρωσία, στην περιοχή του Καυκάσου, την ίδια εποχή υπήρχαν περίπου 150.000 Πόντιοι, που είχαν μετοικίσει εκεί μετά την Αλωση της Τραπεζούντας από τους Οθωμανούς το 1461. Είναι Τυχαίο πώς το 1860 υπήρχαν στην περιοχή του Πόντου 100 ελληνικά σχολεία, ενώ μετά την κατάλυση της οθωμανικής κυριαρχίας το 1919 τα σχολεία υπολογίζονταν σε 1401 με 86.000 μαθητές, με πιο φημισμένο το Φροντιστήριο της Τραπεζούντας; Όχι βέβαια. Μόνο από τύχη δεν γένονται όλα αυτά. Η διάβαση στους δρόμους της ιστορίας του μυαλού μου συνεχίζεται. Για να καταλάβεις καλά τα μέρη που πατάς, πρέπει να ανοίξεις το χρονοντούλαπο της ιστορίας. Και εγώ ακόμη και τώρα, στην γη των προγονών μου την ανοίγω. Η ιστορία είναι πάντα οδηγός. Αν δεν ξέρεις το παρελθόν δεν μπορείς να πορευτείς στο μέλλον. Το 1915 ήταν μια χρονιά ορόσημο για τον Ποντιακό Ελληνισμό της Μικρός Ασίας. Τη χρονιά εκείνη, και ενώ όλα τα ευρωπαϊκά κράτη είχαν εμπλακεί στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, οι Τούρκοι εκπόνησαν ένα σχέδιο εξόντωσης των χριστιανικών πληθυσμών της Μικράς Ασίας. Τον Ιούνιο πραγματοποιήθηκε η εξορία και στη συνέχεια η σφαγή των Αρμενίων, ενώ αρχίζουν οι πρώτες βιοπραγίες εναντίον του Ποντιακού στοιχείου. Τον Δεκέμβριο του 1916 εκπονήθηκε από τους Τούρκους στρατηγούς Εμβέρ και Ταλαάτ σχέδιο εξόντωσης του άμαχου ελληνικού πληθυσμού του Πόντου που προέβλεπε: «Άμεση εξόντωση μόνον των ανδρών των πόλεων από 16-60 ετών και γενική εξορία όλων των ανδρών και γυναικόπαιδων των χωριών στα ενδότερα της Ανατολής με πρόγραμμα σφαγής και εξόντωσης». Το πρόγραμμα ξεκίνησε 15 ημέρες αργότερα και εφαρμόστηκε κυρίως στις περιοχές της Σαμψούντας και της Πάφρας. Η περιοχή της Τραπεζούντας είχε γλιτώσει από τη μανία των Τούρκων διότι είχε καταληφθεί τον Απρίλιο του 1916 από τον Ρωσικό Στρατό. Όταν όμως οι Ρώσοι εγκατέλειψαν την πόλη τον Φεβρουάριο του 1918, τότε ο μισός περίπου πληθυσμός της περιοχής εγκατέλειψε τις εστίες του και ακολούθησε τον ρωσικό στρατό κατά την υποχώρησή του. Οι περισσότεροι από τους πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν στην περιοχή του Καυκάσου και των παραλίων της Γεωργίας. Οι Πόντιοι πίστευαν ότι το τέλος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου θα έφερνε και οριστικό τέρμα στα δεινά τους, αλλά διεψεύσθησαν. Οι εκκλήσεις τους για να συμπεριληφθούν στο ελληνικό κράτος δεν εισακούστηκαν από τον Ελευθέριο Βενιζέλο, ο οποίος θεωρούσε ότι ο Πόντος ήταν πολύ απομακρυσμένος από τις υπόλοιπες ελληνικές περιοχές με αποτέλεσμα να είναι αδύνατη η υπεράσπισή του από τις τουρκικές επιδρομές. Σε αντάλλαγμα πρότεινε να προχωρήσουν οι Πόντιοι στη δημιουργία μιας ομοσπονδίας με τους Αρμένιους, και πράγματι ο αρχιεπίσκοπος Τραπεζούντας Χρύσανθος Φιλιππίδης και ο πρόεδρος των Αρμενίων Αλέξανδρος Χατισιάν υπέγραψαν τον Ιανουάριο του 1920 συμφωνία για τη δημιουργία Ποντοαρμενικού κράτους. Όμως τον Νοέμβριο του 1920 ο αρμενικός στρατός ηττήθηκε στο Ερζερούμ από τις δυνάμεις του Κεμάλ με αποτέλεσμα να συνθηκολογήσουν οι Αρμένιοι και να μείνουν οι Πόντιοι μόνοι τους. Έκτοτε και μέχρι τον Αύγουστο του 1922 ο Κεμάλ, έχοντας εκκαθαρίσει τα δευτερεύοντα μέτωπα στη Μικρά Ασία, προχώρησε ανενόχλητος στη σταδιακή εξόντωση του Ποντιακού Ελληνισμού. Οι πόλεις και τα χωριά κάηκαν, οι χωρικοί σφάχτηκαν, ατιμάστηκαν, εξορίστηκαν ή έφευγαν ομαδικά στα δάση και στα βουνά. Όσοι άνδρες συλλαμβάνονταν προωθούνταν στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας. Υπολογίζεται ότι στο διάστημα 1914-1922 εξοντώθηκαν περίπου 200.000 Πόντιοι. Το πρώτο καράβι με πρόσφυγες ξεκίνησε από τη Σαμψούντα τον Νοέμβριο του 1922 για την Ελλάδα μέσω Κωνσταντινούπολης. Το προσφυγικό ρεύμα θα συνεχιστεί και σε όλη τη διάρκεια του 1923. Το 1924 οι χριστιανικοί πληθυσμοί του Πόντου περιελήφθησαν στη ελληνοτουρκική σύμβαση για την ανταλλαγή των πληθυσμών και υπηρετούσαν στα τάγματα εργασίας (αμελέ ταμπουρού), πέρασαν στην Ελλάδα είτε μέσω Σαμψούντας, είτε μέσω Συρίας. Στ αυτό το σημείο θα πρέπει να παραθέσω τα στοιχεία της αναταλαγης, την μετακίνηση του Ποντιακού Ελληνισμού που μεγαλούργησε σε αυτά τα μέρη. Δεν υπάρχουν ακριβή στοιχεία για το ποσοστό των Ποντίων στο 1.220.000 πρόσφυγες που δέχθηκε η Ελλάδα στη δεκαετία του 1920. Τα ποντιακά σωματεία υπολογίζουν ότι περίπου 400.000 Πόντιοι εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα, κυρίως στους νομούς Δράμας, Κιλκίς, Καβάλας, Ξάνθης, Κοζάνης, Πρέβεζας και στα αστικά κέντρα Αθήνα, Πειραιά και Θεσσαλονίκη, εντασσόμενοι στην ελληνική κοινωνία. Η άφιξη των Ποντίων στις Νέες Πατρίδες ήταν η απαρχή μιας δύσκολης, αλλά και συνάμα δημιουργικής πορείας για τον ποντιακό ελληνισμό. Στην Ελλάδα η μοίρα των Ποντίων συνδέθηκε άρρηκτα με τη μοίρα των υπολοίπων προσφύγων. Τα πρώτα χρόνια της ζωής στη νέα πατρίδα δεν ήταν σίγουρα και τα πιο ευχάριστα. Το έργο της προσφυγικής αποκατάστασης ήταν τεράστιο και η ελληνική κυβέρνηση αδυνατούσε να το αντιμετωπίσει από μόνη της. Για το λόγο αυτό προσέφυγε στη βοήθεια της διεθνούς κοινότητας. Η μαζική άφιξη χιλιάδων προσφύγων προκάλεσε ισχυρό σοκ σε μια κοινωνία με απαρχαιωμένους θεσμούς και σε μια ουσιαστικά καθυστερημένη οικονομία. Οι θετικές αλλαγές της άφιξης των προσφύγων εντοπίζονται σε διάφορες πτυχές του οικονομικού και κοινωνικού βίου. Ας τις εξετάσουμε λοιπόν ξεχωριστά. Το 1913 οι μειονότητες στην Ελλάδα αποτελούσαν περίπου το 13% του συνολικού πληθυσμού. Λίγο αργότερα, μάλιστα, το 1920, το ποσοστό αυτό πλησίασε το 20%. Αυτό σημαίνει πως το 1920 ο ένας στους πέντε κατοίκους της χώρας δεν ήταν Έλληνας. Μάλιστα στη Μακεδονία, το 1920, το ποσοστό του ελληνικού πληθυσμού κυμαίνονταν γύρω στο 45%. Όμως, η μαζική εγκατάσταση προσφύγων, κυρίως στη Μακεδονία και τη Θράκη, σε συνδυασμό με την ταυτόχρονη αποχώρηση 300.000 περίπου Μουσουλμάνων και 60.000 περίπου Βούλγαρων, ανέτρεψε δραματικά τα πληθυσμιακά δεδομένα. Έτσι, το 1926, το ποσοστό του ελληνικού πληθυσμού της Μακεδονίας έφτασε το 88,8% , ενώ το 1928 οι Έλληνες αποτελούσαν το 93,8% του συνολικού πληθυσμού της χώρας. Αυτό σημαίνει πως στα τέλη της δεκαετίας του 1920 η Ελλάδα ήταν το κράτος με τη μεγαλύτερη εθνική ομοιογένεια στη Βαλκανική και ένα από τα πλέον ομοιογενή κράτη στην Ευρώπη. Η άποψη μάλιστα αυτή πιστοποιείται και από τα πλέον επίσημα χείλη, τους προέδρους της Ε.Α.Π., Morgentau, Eddy και Howland. Κι εδώ η προσφορά των προσφύγων ήταν τεράστια. Στα τέλη του 1922 η οικονομία της χώρας είχε σχεδόν αποσυντεθεί και η παραγωγή είχε πέσει πολύ χαμηλά. Όμως, οι πρόσφυγες ανέτρεψαν πλήρως την κατάσταση. Οι ανάγκες της εγκατάστασής τους οδήγησαν στην απαλλοτρίωση των τσιφλικιών και των μεγάλων κτημάτων που μέχρι τότε αποτελούσαν την κύρια μορφή ιδιοκτησίας γης. Ακόμη, εισήχθησαν νέες καλλιέργειες και εφαρμόσθηκαν νέες τεχνικές. Πιο συγκεκριμένα, μέχρι το 1922 η σταφίδα αποτελούσε την κύρια καλλιέργεια, λόγω, όμως, των συνεχών σταφιδικών κρίσεων αντικαταστάθηκε από τον καπνό ο οποίος κάλυψε το 70% περίπου των ελληνικών εξαγωγών. Η καλλιέργεια του καπνού γινόταν μάλιστα κατά τα 2/3 από πρόσφυγες. Το αποτέλεσμα ήταν ότι δέκα χρόνια μετά την άφιξη των προσφύγων η καλλιεργήσιμη γη είχε αυξηθεί κατά 55% και το αγροτικό εισόδημα είχε διπλασιασθεί. Αλλά και στον τομέα της βιοτεχνίας και της βιομηχανίας η προσφορά των προσφύγων ήταν ευεργετική. Αναπτύχθηκαν νέοι κλάδοι, όπως η μεταξουργία, η κεραμεική, η χαλκουργία, η ταπητουργία, η αργυροχοϊα και η βυρσοδεψία. Το 1913 οι μειονότητες στην Ελλάδα αποτελούσαν περίπου το 13% του συνολικού πληθυσμού. Λίγο αργότερα, μάλιστα, το 1920, το ποσοστό αυτό πλησίασε το 20%. Αυτό σημαίνει πως το 1920 ο ένας στους πέντε κατοίκους της χώρας δεν ήταν Έλληνας. Μάλιστα στη Μακεδονία, το 1920, το ποσοστό του ελληνικού πληθυσμού κυμαίνονταν γύρω στο 45%. Όμως, η μαζική εγκατάσταση προσφύγων, κυρίως στη Μακεδονία και τη Θράκη, σε συνδυασμό με την ταυτόχρονη αποχώρηση 300.000 περίπου Μουσουλμάνων και 60.000 περίπου Βούλγαρων, ανέτρεψε δραματικά τα πληθυσμιακά δεδομένα. Έτσι, το 1926, το ποσοστό του ελληνικού πληθυσμού της Μακεδονίας έφτασε το 88,8% , ενώ το 1928 οι Έλληνες αποτελούσαν το 93,8% του συνολικού πληθυσμού της χώρας. Αυτό σημαίνει πως στα τέλη της δεκαετίας του 1920 η Ελλάδα ήταν το κράτος με τη μεγαλύτερη εθνική ομοιογένεια στη Βαλκανική και ένα από τα πλέον ομοιογενή κράτη στην Ευρώπη. Η άποψη μάλιστα αυτή πιστοποιείται και από τα πλέον επίσημα χείλη, τους προέδρους της Ε.Α.Π., Morgentau, Eddy και Howland. Δεν θέλω να σταθώ στην γενοκτονία και στα όσα βίαια συνέβησαν εκείνα τα μαύρα χρόνια που βασίλευε το σκοτάδι. Οι Πόντιοι πλήρωσαν όσο κανένας άλλος λαός το μένος των Τούρκων. Κανένας λαός δεν βίωσε με τόσο βίαιο τρόπο την μανία των Νεότουρκων. Γενοκτονία. Μόνο στην θύμηση των όσων διάβασα και των όσων άκουσα από την γιαγιά, ο λαιμός μου μπουκουνει. Με το ζόρι συγκρατώ τα δάκρυα μου. Εχω κατέβει από το ξενοδοχείο και πλέον περπατώ στον κεντρικό δρόμο, κατευθυνόμενος προς το λιμάνι της Τραπεζούντας. Τα σκέφτομαι όλα αυτά και συλλαμβάνω των εαυτό μου να ψάχνει τον λόγο που είμαι εδώ. Από παιδί ήθελα μια και καλή να κλείσω τους λογαριασμούς μου με τον Πόντο. Θα μπορέσω; Μάλλον όχι. Και αν τους ανοίξω για τα καλά; Περπατάω στην γη που περπάτησαν ήρωες εκείνα τα χρόνια. Γιατί μόνο ως ήρωες μπορεί να χαρακτηρισθούν εκείνοι, που μέσα στην καρδιά του Οθωμανικού κράτους, μεγαλούργησαν κυρίευσαν οικονομικά τις πόλεις αυτές και έκαμαν τους Τούρκους υπάλληλους τους. Που να βρεις το κουράγιο να τα κάμεις όλα αυτά τώρα. Μόνο ένας ήρωας μπορεί να φερθεί έτσι. Νιώθω τυχερός που τα ζω όλα αυτά. Κοιτάω τον ουρανό θέλοντας να ευχαριστήσω τον Κύριο, που με κράτησε ζωντανό για να δω τη πόλη του γένους μου, την πόλη του οίκου μου, την πόλη από όπου ξεκίνησαν όλα. Ναι νιώθω τυχερός. Κάποιοι δεν μπόρεσαν. Όπως η γιαγιά μου. Την θυμάμαι ακόμη και τώρα και τα μάτια μου γεμίζουν δάκρυα. Άφηνα το κεφάλι μου να πέσει στην ποδιά της, μικρό παιδί εγώ, και άκουγα για άλλους τόπους μαγικούς. Τόπους που όλα ήταν καλά, τόπους που η γη, γέμιζε με τους θησαυρούς της τον κόσμο. Τόπους που ο Θεός χάρισε σε ανθρώπους που αγαπούσε. Την θυμάμαι να κοιτά πάντα προς την Ανατολή και να αναζητά. Τότε δεν καταλάβαινα, τώρα, ναι καταλαβαίνω. «Πες μου γιαγιά πες μου και αλλά για την χώρα εκείνη. Πες μου.» Και η γιαγιά μου δωστου να λέει και άλλες ιστορίες, για τα παιδιά της χρόνια, για τα καλοκαίρια που περνούσε στα παρχάρια, στα κτήματα της, στα βουνά της Τραπεζούντας. Σταματούσε να πάρει ανάσα, να κρύψει την συγκίνηση της, τα δάκρυα της, και μετά συνέχιζε. Πέρασε δύσκολα χρόνια η γιαγιά μου. Έχασε αδερφή, πατέρα, στην ανταλλαγή. Τότε δεν μπορούσα να καταλάβω. Νόμιζα πως ήταν σα παραμύθι. Όταν κατάλαβα πως δεν ήταν, ντράπηκα. Αν γύριζα τα χρόνια πίσω, σίγουρα δεν θα την ρωτούσα ποτέ. Δεν θα άνοιγα τις πληγές της. Όταν μεγάλωσα αρκετά την πρότεινα να την πάω στην Τραπεζούντα. Στον μαχαλά της. Να την πάω στο χωρίο που ανέβαινα τα καλοκαίρια. Λυβερα Ματσούκας. Το θυμάμαι ακόμη. Αν θα πάω; Φυσικά και θα πάω. Η απάντηση που μου έδωσε η γιαγιά μου με άφησε άναυδο. «Ακου γιάβρουμ. Ποτέ δεν θα πληρώσω εισιτήριο για να δω την πατρίδα μου» μου είπε και μου γύρισε την πλάτη για να μπει στο σπίτι της. Ήταν η τελευταία συζήτηση που είχαμε για τον Πόντο. Μέχρι που έκλεισε τα μάτια της, δεν συζητήσαμε ποτέ ξανά για τον Πόντο. Ήταν ο τελευταίος κρίκος που με έδενε με αυτή την γη. Σφίχτηκε η καρδιά μου. Νιώθω τα μάτια μου άδεια καθώς κοιτώ στο βάθος την Μαύρη Θάλασσα.»
Συνεχίζεται