Οι προσπάθειες των Κομνηνων


Η άνοιξη του 1204 υπήρξε μοιραία για τον ελληνισμό. Στις 13 Απριλίου οι σταυροφόροι κυρίευσαν την Κωνσταντινούπολη και κατέλυσαν την ελληνική αυτοκρατορία του Βυζαντίου. Από τα τρία κράτη που προέκυψαν το μακροβιότερο υπήρξε η αυτοκρατορία της Τραπεζούντας η οποία επέζησε 275 χρόνια. Ιδρύθηκε από τα αδέρφια Αλέξιο και Δαβίδ Κομνηνό. Οι Κομνηνοί επικέντρωσαν τις προσπάθειες τους στη ισχυροποίηση της ποντιακής αυτοκρατορίας. Σύμβολο τους έγινε ο μονοκέφαλος αετός, που κοιτά πλέον προς Ανατολάς. Οι αυτοκράτορες του Πόντου, μετά την επίσημη αναγνώριση τους από τον Παλαιολόγο , που είχε ελευθερώσει τη Κωνσταντινούπολη το 1261, ονομαζόταν « εν Χριστώ πιστοί βασιλείς και αυτοκράτορες πάσης Ανατολής, Ιβήρων και Πειρατείας». Το 1258 το Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης αποδέχτηκε την αυτοτέλεια της Εκκλησίας του Πόντου. Τον Ιούλιο του 1461 τα οθωμανικά στρατεύματα με επικεφαλής τον Μαχμούτ πολιόρκησαν την Τραπεζούντα. Ύστερα από πολιορκία 32 ημερών ο Δαβίδ παρέδωσε την πόλη ενάντια στη θέληση του λαού της πόλης. Οκτώ χρόνια μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης οι Οθωμανοί κατέλαβαν και το βασίλειο της Τραπεζούντας που είχε διατηρηθεί επί 257 χρόνια.

Ο πληθυσμος της Μικράς Ασίας


Το 1914 σε ολόκληρη την Μικρά Ασία κατοικούσαν 1.085.378 Έλληνες, από τους οποίους οι 267.482 ήταν εγκατεστημένοι στον Μικρασιατικό Πόντο. Με βάση την διορθωμένη στατιστική από τον , McCarthy, οι Έλληνες του Πόντου ήταν 312.515 άτομα από σύνολο 1.711.718 Ελλήνων. Με βάση την πατριαρχική απογραφή, ο Ελληνισμός του Πόντου ήταν 414170 από το σύνολο 2.068.401 ατόμων. Το 1880 από τους 750 χιλιάδες κατοίκους του βιλαετίου της Τραπεζούντας οι Έλληνες ήταν 240.000 χιλιάδες.

Το βασίλειο του Πόντου


Το Βασίλειο του Πόντου δημιουργήθηκε από την παρθικής καταγωγής δυναστεία των Μιθριδατών. Το 281 π.χ ο Μιθριδατης ο νεότερος όρισε για πρωτεύουσα του κράτους του την Αμάσεια. Κατά τη βασιλεία του Μιθριδάτη του Ε’ η πρωτεύουσα του Ποντιακού κράτους μεταφέρθηκε από την Αμάσεια στην Σινώπη. Το 88πχ. Ο Μιθριδάτης ο ΣΤ’ ο Ευπάτωρ κυρηξε τον πόλεμο στους Ρωμαίους. Κατέστησε τον Πόντο τον μεγάλο ανταγωνιστή της Ρώμης και ενσάρκωσε την ύστατη αντσιαστη των Ελλήνων στον Ρωμαϊκό ιμπεριαλισμό. Λίγο πριν εισβάλει στην Ιταλία μέσω του Δούναβη αυτοκτόνησε στο Παντικάπαιον της Κριμαίας, καθώς τα στρατεύματα του εξεγέρθηκαν με τον γιο του Φαρνάκη τον Β’ επικεφαλής. Θάφτηκε στο βασιλικό νεκροταφείο της Σινώπης.

Ο Μυριοι στην Τραπεζούντα


Το 401 πχ κατά την επιστροφή των Μυρίων στα ελλαδικές τους πατρίδες τους, ο Ξενοφώντας που ηγούνταν του στρατεύματος συνάντησε στα παράλια του Εύξεινου Πόντου «πόλεις ελληνίδας». Αναφέρει μάλιστα την Τραπεζούντα, τα Κοτύωρα, την Κερασούντα, την Αμισό και την Σινώπη. Οι πόλεις αυτές είχαν τον τυπικό χαρακτήρα της πόλης κράτους. Οι Σχέσεις των Ελλήνων με τη παραευξεινια περιοχή αναφέρονται στις μυθολογικές αφηγήσεις. Σύγχρονοι ιστορικοί της Μαύρης Θάλασσας επισημαίνουν πως οι Έλληνες είναι από τους αρχαιότερους λαούς της περιοχής. Τα πρώτα Ελληνικά ευρήματα χρονολογούνται από τον 10ο αιώνα π.χ. Ο Τραπεζούντιος Βησσαρίων, αλλά και άλλοι μελετητές θεωρούν τον χώρο του ανατολικού πόντου πρωτοελληνικό. Ο Βησσαρίων χαρακτηρίζει την Τραπεζούντα « Πρεσβυτάτης ειπερ άλλη της υπαρχούσης» ενώ ο Ευγενικός των Βυζαντινών γράφει: «Τραπεζούς η πόλις, πόλις αρχαιότατη και των γε εν τη εωα πασών αρίστη». Η πρώτη καταγεγραμμένη, πάντως εγκατάσταση ταυτίζεται με τον ελληνικό αποικισμό, όταν οι Μιλήσιοι ίδρυσαν την Ηράκλεια και την Σινώπη, η οποία με την σειρά της ίδρυσε την Τραπεζούντα, πρωτεύουσα του μικρασιατικού Πόντου.

Η εξοδος απο την γή του Πόντου


Το πρώτο καράβι με πρόσφυγες ξεκίνησε από τη Σαμψούντα τον Νοέμβριο του 1922 για την Ελλάδα μέσω Κωνσταντινούπολης. Το προσφυγικό ρεύμα θα συνεχιστεί και σε όλη τη διάρκεια του 1923. Το 1924 οι χριστιανικοί πληθυσμοί του Πόντου περιελήφθηκαν στη ελληνοτουρκική σύμβαση για την ανταλλαγή των πληθυσμών και υπηρετούσαν στα τάγματα εργασίας (αμελέ ταμπουρού), πέρασαν στην Ελλάδα είτε μέσω Σαμψούντας, είτε μέσω Συρίας. Δεν υπάρχουν ακριβή στοιχεία για το ποσοστό των Ποντίων στο 1.220.000 πρόσφυγες που δέχθηκε η Ελλάδα στη δεκαετία του 1920. Τα ποντιακά σωματεία υπολογίζουν ότι περίπου 400.000 Πόντιοι εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα, κυρίως στους νομούς Δράμας, Κιλκίς, Καβάλας, Ξάνθης, Κοζάνης, Πρέβεζας και στα αστικά κέντρα Αθήνα, Πειραιά και Θεσσαλονίκη, εντασσόμενοι στην ελληνική κοινωνία. Η άφιξη των Ποντίων στις Νέες Πατρίδες ήταν η απαρχή μιας δύσκολης, αλλά και συνάμα δημιουργικής πορείας για τον ποντιακό ελληνισμό. Στην Ελλάδα η μοίρα των Ποντίων συνδέθηκε άρρηκτα με τη μοίρα των υπολοίπων προσφύγων. Τα πρώτα χρόνια της ζωής στη νέα πατρίδα δεν ήταν σίγουρα και τα πιο ευχάριστα. Το έργο της προσφυγικής αποκατάστασης ήταν τεράστιο και η ελληνική κυβέρνηση αδυνατούσε να το αντιμετωπίσει από μόνη της. Για το λόγο αυτό προσέφυγε στη βοήθεια της διεθνούς κοινότητας. Πραγματικά διάφορες φιλανθρωπικές οργανώσεις, κυρίως αγγλικές και αμερικάνικες, όπως η «Αmerican Bible Society», η «Save the Children Fund» και η «All British Appeal» προσέφεραν σημαντικά στην ανακούφιση των προσφύγων. Παράλληλα, η Ελλάδα προχώρησε στη σύναψη δανείων με ξένες τράπεζες, για να εγκαταστήσει παραγωγικά τους πρόσφυγες. Την όλη διαχείριση των χρημάτων, καθώς και την πρόοδο του εποικιστικού έργου, ανέλαβε μια διεθνής επιτροπή που συστάθηκε υπό την κηδεμονία της Κ.Τ.Ε., η Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων, γνωστότερη ως Ε.Α.Π. Πρώτος πρόεδρος της Ε.Α.Π. διορίσθηκε ο Αμερικανός Henry Morgentau, πρεσβευτής λίγο αργότερα στην Αθήνα. Η εγκατάσταση των προσφύγων προχώρησε προς δύο βασικές κατευθύνσεις, α) την αγροτική και β) την αστική εγκατάσταση. Η αγροτική εγκατάσταση αποδείχθηκε σαφώς πιο εύκολη από την αστική, γιατί η διαθέσιμη γη που υπήρχε ήταν αρκετή, ιδίως στη Μακεδονία και τη Θράκη. Η Ε.Α.Π. αναλάμβανε να χορηγήσει στους αγρότες-πρόσφυγες σπίτια, συνήθως αντιστοιχούσε 1 σπίτι σε κάθε 2 ή 3 οικογένειες. Επίσης, τους προμήθευε και με τον απαραίτητο εξοπλισμό, για να μπορέσουν να καλλιεργήσουν τη γη. Η αγροτική εγκατάσταση των προσφύγων προχώρησε με γοργούς ρυθμούς και το 1930 είχε σχεδόν ολοκληρωθεί. Αντίθετα, η αστική εγκατάσταση συναντούσε μεγαλύτερες δυσχέρειες, κι αυτό γιατί οι πρόσφυγες έπρεπε όχι μόνο να εγκατασταθούν στις πόλεις, αλλά παράλληλα να έχουν τη δυνατότητα να βρουν δουλειά. Άλλωστε, οι αστοί αποτελούσαν το 42% μεταξύ των προσφύγων, ενώ την ίδια εποχή ο συνολικός αστικός πληθυσμός της χώρας δεν ξεπερνούσε το 23%. Το αποτέλεσμα ήταν να δημιουργηθούν γύρω από τις μεγάλες πόλεις προσφυγικοί συνοικισμοί από χαμόσπιτα, όπου οι συνθήκες διαβίωσης ήταν κυριολεκτικά άθλιες. Η αστική αποκατάσταση των προσφύγων προχώρησε τελικά με πολύ αργούς ρυθμούς και ουσιαστικά παρέμεινε ανολοκλήρωτη. Μάλιστα, μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του 1970 , υπολογίζεται πως υπήρχαν περίπου 3.000 πρόσφυγες που ήταν ακόμη άστεγοι. Παρά τα προβλήματα που αναφύονταν , όμως, η εγκατάσταση των προσφύγων στη μητροπολιτική Ελλάδα κρίνεται τελικά ικανοποιητική. Η μαζική άφιξη χιλιάδων προσφύγων προκάλεσε ισχυρό σοκ σε μια κοινωνία με απαρχαιωμένους θεσμούς και σε μια ουσιαστικά καθυστερημένη οικονομία. Οι θετικές αλλαγές της άφιξης των προσφύγων εντοπίζονται σε διάφορες πτυχές του οικονομικού και κοινωνικού βίου. Ας τις εξετάσουμε λοιπόν ξεχωριστά. Το 1913 οι μειονότητες στην Ελλάδα αποτελούσαν περίπου το 13% του συνολικού πληθυσμού. Λίγο αργότερα, μάλιστα, το 1920, το ποσοστό αυτό πλησίασε το 20%. Αυτό σημαίνει πως το 1920 ο ένας στους πέντε κατοίκους της χώρας δεν ήταν Έλληνας. Μάλιστα στη Μακεδονία, το 1920, το ποσοστό του ελληνικού πληθυσμού κυμαίνονταν γύρω στο 45%. Όμως, η μαζική εγκατάσταση προσφύγων, κυρίως στη Μακεδονία και τη Θράκη, σε συνδυασμό με την ταυτόχρονη αποχώρηση 300.000 περίπου Μουσουλμάνων και 60.000 περίπου Βούλγαρων, ανέτρεψε δραματικά τα πληθυσμιακά δεδομένα. Έτσι, το 1926, το ποσοστό του ελληνικού πληθυσμού της Μακεδονίας έφτασε το 88,8% , ενώ το 1928 οι Έλληνες αποτελούσαν το 93,8% του συνολικού πληθυσμού της χώρας. Αυτό σημαίνει πως στα τέλη της δεκαετίας του 1920 η Ελλάδα ήταν το κράτος με τη μεγαλύτερη εθνική ομοιογένεια στη Βαλκανική και ένα από τα πλέον ομοιογενή κράτη στην Ευρώπη. Η άποψη μάλιστα αυτή πιστοποιείται και από τα πλέον επίσημα χείλη, τους προέδρους της Ε.Α.Π., Morgentau, Eddy και Howland. Κι εδώ η προσφορά των προσφύγων ήταν τεράστια. Στα τέλη του 1922 η οικονομία της χώρας είχε σχεδόν αποσυντεθεί και η παραγωγή είχε πέσει πολύ χαμηλά. Όμως, οι πρόσφυγες ανέτρεψαν πλήρως την κατάσταση. Οι ανάγκες της εγκατάστασής τους οδήγησαν στην απαλλοτρίωση των τσιφλικιών και των μεγάλων κτημάτων που μέχρι τότε αποτελούσαν την κύρια μορφή ιδιοκτησίας γης. Ακόμη, εισήχθησαν νέες καλλιέργειες και εφαρμόσθηκαν νέες τεχνικές. Πιο συγκεκριμένα, μέχρι το 1922 η σταφίδα αποτελούσε την κύρια καλλιέργεια, λόγω, όμως, των συνεχών σταφιδικών κρίσεων αντικαταστάθηκε από τον καπνό ο οποίος κάλυψε το 70% περίπου των ελληνικών εξαγωγών. Η καλλιέργεια του καπνού γινόταν μάλιστα κατά τα 2/3 από πρόσφυγες. Το αποτέλεσμα ήταν ότι δέκα χρόνια μετά την άφιξη των προσφύγων η καλλιεργήσιμη γη είχε αυξηθεί κατά 55% και το αγροτικό εισόδημα είχε διπλασιασθεί. Αλλά και στον τομέα της βιοτεχνίας και της βιομηχανίας η προσφορά των προσφύγων ήταν ευεργετική. Αναπτύχθηκαν νέοι κλάδοι, όπως η μεταξουργία, η κεραμεική, η χαλκουργία, η ταπητουργία, η αργυροχοϊα και η βυρσοδεψία. Στο διάστημα 1923-1930 περισσότερες από 900 βιομηχανίες ιδρύθηκαν. Επίσης, στο ίδιο διάστημα, οι εμπορικές συναλλαγές της χώρας με το εξωτερικό σχεδόν διπλασιάσθηκαν. Κι εδώ η συμβολή των προσφύγων υπήρξε τεράστια. Επιστήμονες, διανοούμενοι και διάφοροι άλλοι πνευματικοί άνθρωποι από τη Μ. Ασία λάμπρυναν με την παρουσία τους τον χώρο των ελληνικών γραμμάτων. Αναφέρονται ενδεικτικά ορισμένα ονόματα. Ο αξέχαστος αρχαιολόγος Μανώλης Ανδρόνικος, ο ιστορικός Παύλος Καρολίδης, ο φιλόλογος Ιωάννης Συκουτρής, ο Δημήτρης Γληνός, ο Γιώργος Σεφέρης, ο Ηλίας Βενέζης, ο Φώτης Κόντογλου, η Διδώ Σωτηρίου, η Μαρία Ιορδανίδου, ο Μενέλαος Λουντέμης, ο Δημήτρης Ψαθάς, ο Κάρολος Κουν, ο Πάνος Κατσέλης, ο Μανώλης Καλομοίρης, ο Βασίλης Τριανταφυλλίδης ( Χαρρυ Κλυνν). Όσον αφορά, ειδικότερα, στην πνευματική συνεισφορά των Ποντίων είναι σημαντικό ότι το 1927 ιδρύθηκε η Επιτροπή Ποντιακών Μελετών από ομάδα Ποντίων με επικεφαλής τον μητροπολίτη Τραπεζούντας και μετέπειτα αρχιεπίσκοπο Αθηνών Χρύσανθο. Επίσης, κυκλοφόρησαν τα εξής περιοδικά: «Ποντιακά Φύλλα» , «Χρονικά του Πόντου» , «Ποντιακό Θέατρο», «Ποντιακή Εστία» , «Φίλοι της Ποντιακής Μουσικής» και φυσικά το περιοδικό «Αρχείον Πόντου» . Αλλά τα βάσανα των ξεριζωμένων ενέπνευσαν και πάρα πολλούς καλλιτέχνες.

Ο Πόντος στα χρόνια της ιστορίας


Ένα σημαντικό μέρος του Ελληνισμού διαφυλάχθηκε μετά τη διάλυση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας στα βόρεια της Μικράς Ασίας στον Πόντο. Βέβαια η άλωση της Τραπεζούντας από τους Οθωμανούς Τούρκους το 1461 σήμαινε για τον Ελληνισμό του Πόντου την απώλεια της ανεξαρτησίας του, αλλά όχι και την εθνική του συνείδηση. Μέσα στην Οθωμανική αυτοκρατορία οι Πόντιοι αποτελούσαν το πιο αποκομμένο κομμάτι του Ελληνισμού, που ζούσαν σε μια περιοχή φτωχή, χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την κεντρική διοίκηση. Επιπλέον αποτελούσαν μειοψηφία μέσα σε ένα πλήθος αλλόθρησκων και αλλόγλωσσων λαών, όπως οι Κούρδοι και οι Αρμένιοι. Παρ' όλα αυτά οι Πόντιοι κατόρθωσαν να διατηρήσουν τη γλώσσα και τη θρησκεία τους, να αποκτήσουν κυρίαρχη οικονομική θέση στα αστικά κέντρα της περιοχής τους, να επιδείξουν έναν αξιόλογο δημογραφικό δυναμισμό που τους επέτρεψε να επεκταθούν και στις περιοχές του Καυκάσου και της Κριμαίας, και τέλος να αναπτύξουν μια σημαντική εκπαιδευτική δραστηριότητα. Τα αίτια της οικονομικής ανάπτυξης θα πρέπει να αναζητηθούν αρχικά στην εκμετάλλευση των μεταλλείων της Αργυρούπολης, στη συνέχεια στη διάνοιξη του εμπορικού δρόμου Τραπεζούντας-Ταυρίδας και αργότερα των οικονομικών ανταλλαγών, μέσω θαλάσσης με τα λιμάνια του Ευξείνου Πόντου κυρίως εκείνα της Κριμαίας. Η οικονομική ανάκαμψη συνδυάστηκε με δημογραφική άνοδο. Το 1865 οι Έλληνες του Πόντου ανέρχονταν σε 265.000 άτομα, το 1880 σε 330.000 άτομα οι οποίοι κατοικούσαν κυρίως στα αστικά κέντρα. Ο ποντιακός ελληνισμός που ζούσε στις αρχές του 20ου αιώνα στις περιοχές Σινώπης, Αμάσειας, Τραπεζούντας, Σαμψούντας, Λαζικής, Αργυρούπολης, Σεβάστειας, Τοκάτης, και Νικόπολης της Οθωμανικής αυτοκρατορίας αριθμούσε, σύμφωνα με υπολογισμούς του Οικουμενικού Πατριαρχείου και των Οθωμανικών αρχών περίπου 600.000 άτομα. Παράλληλα στη νότια Ρωσία, στην περιοχή του Καυκάσου, την ίδια εποχή υπήρχαν περίπου 150.000 Πόντιοι, που είχαν μετοικίσει εκεί μετά την Αλωση της Τραπεζούντας από τους Οθωμανούς το 1461. Φυσικό επακόλουθο της οικονομικής ανάπτυξης και της δημογραφικής αύξησης ήταν η εμφάνιση αρχικά και η ανάπτυξη ύστερα της εκπαιδευτικής δραστηριότητας. Το 1860 υπήρχαν στην περιοχή του Πόντου 100 ελληνικά σχολεία, ενώ μετά την κατάλυση της οθωμανικής κυριαρχίας το 1919 τα σχολεία υπολογίζονταν σε 1401 με 86.000 μαθητές, με πιο φημισμένο το Φροντιστήριο της Τραπεζούντας. Βέβαια εκτός από τα σχολεία οι Πόντιοι διέθεταν τυπογραφεία, περιοδικά, εφημερίδες, λέσχες, και θέατρα, με τα οποία έκαναν αισθητό τόσο το υψηλό πνευματικό τους επίπεδο, όσο και το εθνικό τους φρόνημα. Το 1915 ήταν μια χρονιά ορόσημο για τον Ποντιακό Ελληνισμό της Μικράς Ασίας. Τη χρονιά εκείνη, και ενώ όλα τα ευρωπαικά κράτη είχαν εμπλακεί στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, οι Τούρκοι εκπόνησαν ένα σχέδιο εξόντωσης των χριστιανικών πληθυσμών της Μικράς Ασίας. Τον Ιούνιο πραγματοποιήθηκε η εξορία και στη συνέχεια η σφαγή των Αρμενίων, ενώ αρχίζουν οι πρώτες βιοπραγίες εναντίον του Ποντιακού στοιχείου. Τον Δεκέμβριο του 1916 εκπονήθηκε από τους Τούρκους στρατηγούς Εμβέρ και Ταλαάτ σχέδιο εξόντωσης του άμαχου ελληνικού πληθυσμού του Πόντου που προέβλεπε: «Αμεση εξόντωση μόνον των ανδρών των πόλεων από 16-60 ετών και γενική εξορία όλων των ανδρών και γυναικοπαίδων των χωριών στα ενδότερα της Ανατολής με πρόγραμμα σφαγής και εξόντωσης». Το πρόγραμμα ξεκίνησε 15 ημέρες αργότερα και εφαρμόστηκε κυρίως στις περιοχές της Σαμψούντας και της Πάφρας. Η περιοχή της Τραπεζούντας είχε γλυτώσει από τη μανία των Τούρκων διότι είχε καταληφθεί τον Απρίλιο του 1916 από τον Ρωσικό Στρατό. Όταν όμως οι Ρώσοι εγκατέλειψαν την πόλη τον Φεβρουάριο του 1918, τότε ο μισός περίπου πληθυσμός της περιοχής εγκατέλειψε τις εστίες του και ακολούθησε τον ρωσικό στρατό κατά την υποχώρησή του. Οι περισσότεροι από τους πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν στην περιοχή του Καυκάσου και των παραλίων της Γεωργίας. Οι Πόντιοι πίστευσαν ότι το τέλος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου θα έφερνε και οριστικό τέρμα στα δεινά τους, αλλά διαψεύσθησαν. Οι εκκλήσεις τους για να συμπεριληφθούν στο ελληνικό κράτος δεν εισακούστηκαν από τον Ελευθέριο Βενιζέλο, ο οποίος θεωρούσε ότι ο Πόντος ήταν πολύ απομακρυσμένος από τις υπόλοιπες ελληνικές περιοχές με αποτέλεσμα να είναι αδύνατη η υπεράσπισή του από τις τουρκικές επιδρομές. Σε αντάλλαγμα πρότεινε να προχωρήσουν οι Πόντιοι στη δημιουργία μιας ομοσπονδίας με τους Αρμένιους, και πράγματι ο αρχιεπίσκοπος Τραπεζούντας Χρύσανθος Φιλιππίδης και ο πρόεδρος των Αρμενίων Αλέξανδρος Χατισιάν υπέγραψαν τον Ιανουάριο του 1920 συμφωνία για τη δημιουργία Ποντοαρμενικού κράτους. Όμως τον Νοέμβριο του 1920 ο αρμενικός στρατός ηττήθηκε στο Ερζερούμ από τις δυνάμεις του Κεμάλ με αποτέλεσμα να συνθηκολογήσουν οι Αρμένιοι και να μείνουν οι Πόντιοι μόνοι τους. Εκτοτε και μέχρι τον Αύγουστο του 1922 ο Κεμάλ, έχοντας εκκαθαρίσει τα δευτερεύοντα μέτωπα στη Μικρά Ασία, προχώρησε ανενόχλητος στη σταδιακή εξόντωση του Ποντιακού Ελληνισμού. Οι πόλεις και τα χωριά κάηκαν, οι χωρικοί σφάχτηκαν, ατιμάστηκαν, εξορίστηκαν ή έφευγαν ομαδικά στα δάση και στα βουνά. Όσοι άνδρες συλλαμβάνονταν προωθούνταν στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας. Υπολογίζεται ότι στο διάστημα 1914-1922 εξοντώθηκαν περίπου 200.000 Πόντιοι.

Το Χωρίγγι του νομού Κιλκίς τίμησε τον Χάρρυ Κλύνν


Τη τρίτη μέρα των εορταστικών εκδηλώσεων που διοργανώνονται κάθε χρόνο χρόνο από τον ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟ ΠΟΝΤΙΑΚΟ ΣΥΛΛΟΓΟ ΧΩΡΙΓΙΟΥ ΚΙΚΛΚΙΣ τιμώμενο πρόσωπο ήταν ο Χάρρυ Κλυνν. Ο επίτιμος πρόεδρος του συλλόγου κ. Ν. Κωνσταντινίδης αναφέρθηκε στο έργο και στην πορεία του Χάρρυ Κλυνν από τα παιδικά του χρόνια μέχρι σήμερα και κατέληξε: «Το Χωρίγι τιμά σήμερα τον Χάρρυ Κλυνν για την ανεκτίμητη προσφορά του στον Ποντιακό Ελληνισμό, και για την λαμπρή και μοναδική του παρουσία στο χώρο των γραμμάτων, των τεχνών, του Πολιτισμού και του αθλητισμού και του απονέμει αυτήν την αναμνηστική πλακέτα και το λάβαρο του Συλλόγου μας. Την πλακέτα και το αναμνηστικό λάβαρο θα απομείμει στο Χάρρυ Κλυνν ο Γ. Κωνσταντινίδης». Συγκινημένος ο Χάρρυ Κλυνν ευχαρίστησε τους παρευρισκομένους και τον ΠΟΝΤΙΑΚΟ ΣΥΛΛΟΓΟ Χωριγίου Κιλκίς και έκλεισε τη σύντομη ομιλία του τονίζοντας την ανάγκη διεθνοποίησης της Ποντιακής Γενικτονίας με τους 353.000 νεκρούς της Τουρκικής θηριωδίας : «Ο Ποντιακός Ελληνισμός είναι ένα μεγάλο τμήμα του έθνους και δεν είναι δυνατό να αγνοηθεί από την Πολιτεία και την πολιτική της. Η διεθνοποίηση του εγκλήματος της γενοκτονίας, αποτελεί κυρίαρχο συστατικό στοιχείο των πολιτικών θεσμών που σέβονται την ιστορία και την αλήθεια, δηλαδή τη μνήμη τους. Και όπως καταλήγει ο μεγαλύτερος ίσως Πόντιος συγγραφέας, ο Δημήτρης Ψαθάς «ούτε επιτρέπεται να θυσιάζουμε την ιστορική αλήθεια σε καμία σκοπιμότητα, όπως δυστυχώς, καθιερώθηκε να γίνεται από τον καιρό που χαράχτηκε η λεγόμενη ελληνοτουρκική φιλία. Η άστοχη κριτική αποσιώπησης των γεγονότων της Ιστορίας, ήταν ίσως κι ένας από τους λόγους που τόσο άσχημα πορεύτηκε η φιλία με τους Τούρκους. Να ρίξουμε το πέπλο της λήθης στο παρελθόν, αλλά να ξέρουμε, όχι να κρύβουμε. Να ξέρουν κι ίδιοι οι Τούρκοι το τι φτιάξαν οι πατεράδες τους, για να αποφύγουν τα όσα στιγμάτισαν εκείνους εφ΄ όσον θέλουν να πάρουν τη θέση που φιλοδοξούν ανάμεσα στα πολιτισμένα έθνη. Μόνο έτσι ξέροντας εμείς τους Τούρκους και ξέροντας εκείνοι εμάς και το στιγματισμένο παρελθόν τους, μπορεί κάποτε να χαράξουμε μία ελληνοτουρκική φιλία επάνω σε στέρεες βάσεις»

Το Κολχικό τίμησε τον Βασίλη Τριανταφυλλίδη

Στη μεγάλη εκδήλωση που οργανώνει κάθε χρόνο ο ΠΟΝΤΙΑΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΚΟΛΧΙΚΟΥ «ΑΓΙΟΣ ΕΥΓΕΝΙΟΣ ΤΡΑΠΕΖΟΥΝΤΟΣ» τιμήθηκε ο Βασίλης Τριανταφυλλίδης ως ένας από τους ανθρώπους που ανέδειξε τον Ποντιακό πολιτισμό και συνεχίζει να αγωνίζεται για τη διάδοση και μετάδοσή του στις νεότερες γενιές.

Αυξήθηκαν οι πρόσφυγες το 2006


Ο ΠΟΛΕΜΟΣ στο Ιράκ αύξησε τον αριθμό των προσφύγων παγκοσμίως στους σχεδόν 14 εκατ. ανθρώπους, τον υψηλότερο από το 2001, σύμφωνα με την εδρεύουσα στις ΗΠΑ Επιτροπή για τους Πρόσφυγες και τους Μετανάστες.
Ο παγκόσμιος πληθυσμός των προσφύγων αυξήθηκε σε 13,9 εκατ. ανθρώπους το 2006, σύμφωνα με την Επιτροπή. Υπάρχουν 800.000 Ιρακινοί πρόσφυγες στη Συρία, άλλοι 700.000 στην Ιορδανία. Η Συρία δέχθηκε 450.000 πρόσφυγες την ίδια περίοδο καθώς η σύρραξη συνέχισε να προσλαμβάνει χαρακτηριστικά εμφυλίου. Υπάρχουν ακόμη 80.000 Ιρακινοί πρόσφυγες στην Αίγυπτο και 22.000 στο Λίβανο. Οι ΗΠΑ, αναφέρει η επιτροπή, έχουν δεχθεί μόλις 202. Η Επιτροπή προειδοποίησε ότι η αύξηση του αριθμού των προσφύγων σε παγκόσμιο επίπεδο σημαίνει την επιδείνωση των συνθηκών που αντιμετωπίζουν. Περίπου 9 εκατ. ζουν σε στρατόπεδα. Ο εκπρόσωπος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ Σον Μακ Κόρμακ υποστήριξε ότι η κυβέρνηση των ΗΠΑ εργάζεται για να δεχθεί Ιρακινούς που θεωρούνται μετανάστες από τα Ηνωμένα Έθνη. Πρόσθεσε πως οι ΗΠΑ συνεργάζονται με την Ιορδανία και τη Συρία για να απαλύνουν τα δεινά των προσφύγων και τα παιδιά τους να πάνε ξανά σε σχολεία. «Θέλουμε να διασφαλίσουμε ότι καλύπτονται οι βασικές ελάχιστες ανθρωπιστικές τους ανάγκες, όσον αφορά τη στέγαση, τον ιματισμό, τα τρόφιμα, την υγειινή», δήλωσε ο εκπρόσωπος. Η κυβέρνηση των ΗΠΑ, πρόσθεσε ο Μακ Κόρμακ, είναι «ικανοποιημένη» όσον αφορά την προσπάθεια των Σύρων και των Ιορδανών να καλύψουν τις ανάγκες των Ιρακινών μεταναστών.

Διεθνής καταγραυγή για την Τουρκία


Έκθεση που αποτελεί κόλαφο για την Τουρκία, στο θέμα των βασανιστηρίων, έδωσε στη δημοσιότητα η Διεθνής Αμνηστία. Η έκθεση της Διεθνούς Αμνηστίας έχει τον τίτλο «Τουρκία: Η παγιωμένη κουλτούρα της ατιμωρησίας πρέπει να τερματιστεί». Όπως αναφέρεται στην έκθεση: "Τα βασανιστήρια, η κακομεταχείριση και οι φόνοι εξακολουθούν να αντιμετωπίζονται με τη διαρκή ατιμωρησία των δυνάμεων ασφαλείας της Τουρκίας. Η διερεύνηση και η ποινική δίωξη σοβαρών παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων που διαπράττονται από όργανα της αστυνομίας και της στρατιωτική χωροφυλακής είναι προβληματικές και επιδεινώνονται λόγω των αντιφατικών αποφάσεων εισαγγελέων και δικαστών. Κατά συνέπεια, η δικαιοσύνη για τα θύματα παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων είτε Τα κύρια πορίσματα της έκθεσης περιλαμβάνουν: Βασανιστήρια και κακομεταχείριση, μεταξύ άλλων και κατά τη διάρκεια ανεπίσημης κράτησης, κατά τη διάρκεια και μετά από διαδηλώσεις, μέσα σε φυλακές. Περιπτώσεις δικών σε εξέλιξη στην Τουρκία, στις οποίες καταθέσεις που φαίνεται να αποσπάστηκαν με βασανιστήρια αποτελούν κεντρικό μέρος των πειστηρίων και στις οποίες το δικαστήριο θεώρησε αποδεκτά αυτού του είδους τα πειστήρια. Την άρνηση των δικαστηρίων να αναγνωρίσουν ανεξάρτητα ιατρικά πειστήρια σε υποθέσεις βασανιστηρίων και κακομεταχείρισης. Τα δικαστήρια συνήθως δέχονται μόνο πειστήρια που παρέχονται από το Ιατροδικαστικό Ιατρικό Ινστιτούτο, το οποίο υπάγεται στο Υπουργείο Δικαιοσύνης. Την επαναφορά μιας επίμαχης διάταξης στον αναθεωρημένο Νόμο για την Καταπολέμηση της Τρομοκρατίας η οποία δεν καθιστά σαφές ότι η χρήση βίας θα πρέπει να γίνεται αυστηρώς μόνο όταν είναι απαραίτητη και να είναι ανάλογη με τον κίνδυνο που υπάρχει και ότι η χρήση φονικής βίας είναι επιτρεπτή μόνο στην περίπτωση που είναι «αυστηρώς αναπόφευκτη για την προστασία ζωής». Την έλλειψη προόδου κατά τη διερεύνηση θανάσιμων πυροβολισμών από δυνάμεις ασφαλείας οι οποίοι δεν έγιναν στο πλαίσιο ένοπλης συμπλοκής και που μπορεί να ισοδυναμούν με εξωδικαστικούς φόνους καθυστερεί, είτε δεν έρχεται ποτέ". Η Νίκολα Ντάκγουερθ, Διευθύντρια του Προγράμματος Έρευνας και Δράσης της Διεθνούς Αμνηστίας για την Ευρώπη και την Κεντρική Ασία, τόνισε ότι: «Το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης χρειάζεται αναμόρφωση. Θα πρέπει να δοθεί σταθερή προτεραιότητα στα ανθρώπινα δικαιώματα των πολιτών έναντι των υποτιθέμενων συμφερόντων κρατικών θεσμών και λειτουργών». Επίσης η Διεθνής Αμνηστία εκφράζει την ικανοποίησή της για τη δεσμευτική δήλωση της τουρκικής κυβέρνησης σχετικά με την πολιτική «μηδενικής ανοχής στα βασανιστήρια» και με την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Αναφορά στην Οτσενα Τραπεζούντας


Η Οτσενα είναι ένα χωριό που βρίσκεται στον σημερινό Πόντο, στα σύνορα και στα ορεινά της Τραπεζούντας. Μέσα σε έναν παράδεισο, γεμάτο με πεύκα, έλατα και διάφορα είδη δέντρων, που χαρίζουν μια ανέκφραστη ομορφιά. Εκεί κοντά στις κορυφές των βουνών, με τ' αναρίθμητα πηγάδια και λιβάδια, που βγάζουν ολοκάθαρα, κρυστάλλινα νερά. Οι πρώτοι κάτοικοι του χωριού μάλλον ήταν φυγάδες, οι οποίοι έφυγαν από την καταπίεση των Οθωμανών και αφέθηκαν στην αγκαλιά του πυκνού δάσους. Είναι άγνωστο πόσον καιρό πήρε στους Οτσενίτες να χτίσουν τα πρώτα τους κανονικά σπίτια για να μπουν μέσα και να ζήσουν σαν άνθρωποι. Φαίνεται όμως πως μόλις τα χτίσανε, οι Οθωμανοί τούς ανακάλυψαν κα τους κατέγραψαν. Σύμφωνα με τα στοιχεία των Οθωμανών (Tahrir defterleri, 1583), όλοι κ' όλοι πέντε οικογένειες ήτανε. Αυτές αποτελούσαν τους πρώτους κάτοικους του χωριού. Εκείνη τη χρονιά αφαιρέθηκε η ελεύθερή τους υπηκοότητα των βουνών, και έτσι περάσανε στη λίστα των χαρατσιών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Στα επόμενα χρόνια ήρθαν και εγκαταστάθηκαν και άλλοι στο χωριό. Ετσι, οι πρώτοι Οτσενίτες απόκτησαν γείτονες. Η μοναξιά τους εκεί επάνω στα βουνά είχε τελειώσει. Μέσα σε τριάντα χρόνια, από το 1583 έως το 1613, οι κάτοικοι του χωριού αυξήθηκαν στις πενήντα τέσσερις οικογένειες, από τους οποίους οι τέσσερις δήλωσαν πως ήταν μουσουλμάνοι. Οπως μας πληροφορεί ο Γ. Κανδηλάπτης στο βιβλίο του «Τα Φιτίανα», όλοι οι κάτοικοι της περιοχής του Οφη, όπου ανήκει και η Οτσενα, εξισλαμίστηκαν με απόφαση του Δεσπότη της περιοχής. Κανένας δεν ξέρει εάν τους κάλεσαν για να μαζευτούν σε μια περιοχή ή αν πήγαν κάποιοι σπίτι σπίτι και τους ανακοίνωσαν την πικρή απόφαση. Ολοι αυτοί που φτάσανε στη Οτσενα από διάφορες περιοχές, φέρανε και τα δικά τους ιδιώματα. Μερικοί χρησιμοποιούσαν τα ουσιαστικά με την κατάληξη (ν), όπως «παιδίν», «σκαμνίν», «ράχην», «πόρταν» «δέντρον», «απίδιν», «καλάθιν» κ.λπ. και μερικοί τις χρησιμοποιούσανε κανονικά, όπως «παιδί», «σκαμνί», «ράχη», «πόρτα» «δέντρο», «απίδι», «καλάθι» κ.λπ. Αλλοι λένε τα εξοχικά βουνά «σταλίαν» που διαμορφώθηκε από τη λέξη «στάβλοι» και άλλοι «παρχάρε» η οποία λέξη διαμορφώθηκε από τις λέξεις «παρά+χωριό». Κάποιοι τα χόρτα τα ονομάζουν «χολχόνε», από τις λέξεις χλόος+χλόη και κάποιοι «χορτάρε», από το χορτάρια. «Νίκαγε» ο ένας «έτρεπε» ο άλλως. Και το «εχτές» υπήρξε σαν λέξη και το «οψέ» σαν αντίστοιχο. Ποικιλία και πλούτος της γλώσσας, μέσα σε ένα χωριό το οποίο δεν είχε και πολλή επαφή με τα παραλιακά αστικά κέντρα. Από έναν πληθυσμό, συγγενή με όλους τους Πόντιους. Γι' αυτό και η Οτσενα αποτελεί ένα παράδειγμα μικρού Πόντου, ένα παράδειγμα της Ανατολής. Οι διαφορές αυτές ποτέ δεν έχουν συνειδητοποιηθεί μέσα στο χωριό. Ποτέ δεν αισθάνθηκε κανείς ξένος. Ολοι ήρθαν από έξω και όλοι είχαν την ίδια μοίρα. Το σημαντικότερο ήταν ότι όλοι μιλούσαν την ίδια γλώσσα, τα ρωμαιικά, δηλαδή Ποντιακά. Το χωριό αδειάζει Σήμερα λοιπόν αυτό το χωριό αδειάζει. Σβήνει τούτο το αστέρι. Φεύγουν οι άνθρωποι από την Οτσενα. Ζήτημα να έχει μείνει εκεί το ένα τέταρτο του πληθυσμού. Ειδικά στην Κάτω Οτσενα, από τα περίπου 630 σπίτια, μόνο τα 200 δίνουν σημάδι ζωής, ανάβει το φως και καπνίζει το τζάκι τους. Και αυτοί έτοιμοι να φύγουν, από ένα μικρό χωριό που κουβαλάει στην πλάτη του τα ερείπια ενός πολιτισμού χιλιάδων χρόνων, μιας ολόκληρης ιστορίας. Φεύγοντας ο καθένας, παίρνει και μαζί του ό,τι παραπάνω και διαφορετικό έχει, μαζεύοντας από πίσω του όλα του τα ίχνη, εξαφανίζοντας τα πανάρχαια πολιτισμικά του ερείπια. Με τον κάθε θυμωμένο φυγά, με τον κάθε απελπισμένο μετανάστη που φεύγει από τον τόπο, μια φλέβα ακόμη νεκρώνεται και αργοπεθαίνει τόσο φρικτά ένας πολιτισμός, αφήνοντας πίσω την άγνοια, αμορφωσιά και την απανθρωπιά. Ακόμη και ο θάνατος ενός ανθρώπου αδυνατίζει μια πανάρχαια γλώσσα, καθώς μαζί του πεθαίνουν όλες οι παραπάνω λέξεις, που μπόρεσαν να σωθούν στη μνήμη του, από τη λεηλασία του καπιταλισμού, από το ανελέητο χτύπημα των μέσων μαζικής ενημέρωσης, από την αδιαφορία, την ξενολατρία και την προδοσία. Ρρυφοκλαίει, στεγνοδακρύζει η Οτσενα, κραυγάζει τόσο ώστε η αύδη (φωνή) της ξεπερνάει τα σύνορα της ακοής μας. Ισως και γι' αυτό δεν ακούει κανείς. Εξαφανίζεται ένα πανάρχαιο ιδίωμα της ελληνικής γλώσσας, μπροστά στα μάτια ενός κόσμου που λέει ότι είναι πολιτισμένος. Διότι στις μεγάλες πόλεις, κανείς δεν θα μπορέσει να μιλήσει τη μητρική του γλώσσα, όσο και να τρελαίνεται να την ακούσει. Οσο και να κάθεται μόνος, μοιρολογώντας από τη νοσταλγία του να την ψιθυρίσει. * Ο Vahit Tursuείναι ελληνόφωνος από την περιοχή Οφη Τραπεζούντας. Αυτό το άρθρο του δημοσιεύθηκε στη μεγάλης κυκλοφορίας, κεντροαριστερή εφημερίδα της Τουρκίας Radikal, την περασμένη Κυριακή 25 Φεβρουαρίου.

Του Vahit Tursun*